Η αξιοποίηση του εκπαιδευτικού δράματος στην επιμόρφωση εκπαιδευτικών: μια προοπτική επαγγελματικής και προσωπικής ανάπτυξης

Περιεχόμενα

Συζήτηση και αναστοχασμός

Όπως έγινε σαφές από την παρουσίαση του επιμορφωτικού σεμιναρίου, οι εκπαιδευτικοί συμμετείχαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ενθουσιασμό σε αυτό. Παρά τις αρχικές τους επιφυλάξεις γύρω από τον εναλλακτικό τρόπο δόμησης του σεμιναρίου και τις προτροπές τους να τους παρουσιάσουμε τα πορίσματα σύγχρονων ερευνών αναφορικά με τους καλύτερους τρόπους αντιμετώπισης του πένθους στο σχολείο, τελικά οι εκπαιδευτικοί μάς εμπιστεύτηκαν, ανέλαβαν τον ενεργό ρόλο που τους δώσαμε και συμμετείχαν σε (ανα)στοχαστικές διαδικασίες. Στα ερωτηματολόγια που τους δόθηκαν, μετά την ολοκλήρωση του σεμιναρίου, κατέγραψαν τον ενθουσιασμό τους και τη μεγάλη διάθεσή τους να συνεχίσουμε τέτοιες επιμορφωτικές διαδικασίες προτείνοντας παρόμοια θέματα.

Διενεργώντας τον δικό μας αναστοχασμό πάνω στις επιμορφωτικές πρακτικές που δοκιμάσαμε στο συγκεκριμένο σεμινάριο, θα λέγαμε ότι ήταν επιτυχημένες, επειδή έδωσαν την ευκαιρία στους εκπαιδευτικούς να σκεφτούν πάνω στις καθημερινές επιλογές τους, να τις (συγ)κρίνουν, να βρουν ποιες πεποιθήσεις τις στηρίζουν και να τις αμφισβητήσουν ή επαληθεύσουν. Στην κατεύθυνση αυτή βοήθησαν πολύ αρκετές από τις επιμορφωτικές μας δραστηριότητες αλλά και τα ερεθίσματα-ερωτήματα που θέσαμε στους επιμορφούμενους κατά τη συζήτηση μετά την ολοκλήρωση των παραστάσεών τους (βλ. υποκεφάλαιο 4.2). Τα ερωτήματα αυτά λειτούργησαν ουσιαστικά ως ερεθίσματα ανάπτυξης ερμηνευτικών αλλά και (ανα)στοχαστικών στρατηγικών από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, καθώς τους έθεταν μπροστά στις δραματοποιημένες αφηγήσεις τους και μάλιστα στην προοπτική της ανακατασκευής τους. Διαμορφώθηκαν έτσι νέες εναλλακτικές εκδοχές της εκπαιδευτικής πραγματικότητας μέσα από τις νέες προκύπτουσες αφηγήσεις, των οποίων η αξία διερευνήθηκε –στον βαθμό που αυτό κατέστη δυνατό στα στενά χρονικά πλαίσια που υπήρχαν- συλλογικά.

Κυρίως, όμως, οι συγκεκριμένες επιμορφωτικές πρακτικές πέτυχαν, επειδή δομήθηκαν με τέτοιο τρόπο που επέτρεψαν στους εκπαιδευτικούς του ίδιου σχολείου να αλληλεπιδράσουν στοχαζόμενοι πάνω σε κοινά βιώματα. Έτσι άλλωστε αποκτά νόημα η ενδοσχολική επιμόρφωση (Παπαναούμ 2007) και μια προοπτική μετατροπής της σχολικής μονάδας σε κοινότητα μάθησης/πρακτικής. Κι εδώ μάλλον βρίσκεται το βασικότερο όφελος του συγκεκριμένου σεμιναρίου: έδωσε στους επιμορφούμενους εκπαιδευτικούς τη δυνατότητα να αναστοχαστούν πάνω στις κοινωνικές παραμέτρους των ζητημάτων (εδώ της διαχείρισης του πένθους) και να ξεφύγουν από την ατομική αντιμετώπισή τους. Ως προς αυτό, η διαχείριση του πένθους έχει ως θέμα παραδειγματική αξία, καθώς μπορούμε να διαχειριστούμε το πένθος πολύ καλύτερα μέσα στην κοινότητα, γιατί είναι ζήτημα όλων μας και δεν ωφελεί να θεωρούμε ότι αφορά μόνο τους πενθούντες ή ότι ατομικά ο κάθε εκπαιδευτικός μπορεί να το διαχειριστεί. Η κοινοτική παρέμβαση και διαχείριση του πένθους αποτελεί μια από τις σημαντικότερες ιδιαιτερότητες της επιλεγμένης επιμορφωτικής πρακτικής. Κατά την πορεία του συγκεκριμένου σεμιναρίου διαφάνηκε ότι αυτού του τύπου η κοινοτική παρέμβαση στο πλαίσιο της σχολικής κοινότητας συμβάλλει σε μεγαλύτερο βαθμό στην ελεύθερη, πηγαία έκφραση των βιωμάτων των επιμέρους μελών της κοινότητας.

Επιπλέον, διαπιστώσαμε ότι μια από τις ανεπάρκειες της παραδοσιακής μορφής επιμόρφωσης είναι ότι παραμένει εξωτερική προς τα προσωπικά βιώματα, τις ενδότερες ανησυχίες, τις εσωτερικές συγκρούσεις των εκπαιδευτικών. Όταν η προσωπική ταυτότητα των εκπαιδευτικών παραμένει εκτός σχολείου και γενικότερα εκτός του δημόσιου χώρου, είναι πολύ δύσκολη η προαγωγή της επαγγελματικής ανάπτυξης του εκπαιδευτικών. Η ιδιαιτερότητα της επιμορφωτικής πρακτικής που επιλέξαμε είναι διπλή. Συνίσταται, από τη μια, στο ότι τα μέλη των ομάδων κλήθηκαν συλλογικά να διαμορφώσουν αφηγήσεις στη βάση της συλλογικής επεξεργασίας και αναπλαισίωσης των βιωμάτων των μελών τους. Οι εκπαιδευτικοί, συνθέτοντας μια αφήγηση, νοηματοδοτούν μια εκπαιδευτική εμπειρία, εφόσον η αφήγηση δεν είναι απλώς μια περιγραφή των συμβάντων, αλλά συμπεριλαμβάνει αμέσως ή εμμέσως και την αιτιολόγηση και τα κίνητρα των δραστών και επομένως αποτελεί μια μορφή ερμηνείας της δράσης (Sarbin 1986, στο Colombo 2003: 3). Με αυτήν την επιμορφωτική επιλογή, λοιπόν, ανοίξαμε μια προοπτική φωτισμού των άρρητων προσωπικών θεωριών των συμμετεχόντων εκπαιδευτικών. Στη συνέχεια όμως έγινε μια δραστηριότητα, ακόμα ουσιαστικότερη. Οι εκπαιδευτικοί προχώρησαν στη δραματοποίηση αυτών των αφηγήσεων. Αυτή η μετάβαση από την αφήγηση και τον λόγο στη δράση συνιστά ποιοτικό άλμα, διότι παρέχει τη δυνατότητα κινητοποίησης του σώματος, συλλογικής βίωσης/αναβίωσης των συναισθημάτων των συμμετεχόντων, συλλογικού αυτοσχεδιασμού και ανασυγκρότησης των σχέσεων στο πλαίσιο της κοινότητας. Το εκπαιδευτικό δημιουργικό δράμα ως μορφή κοινωνικής διαμεσολάβησης ενθαρρύνει τους εκπαιδευτικούς να εκφράσουν αυθόρμητα, να δραματοποιήσουν, να επανα-επεξεργαστούν και να αναπλαισιώσουν τα προσωπικά βιώματά τους. Υπό αυτό το πρίσμα το εκπαιδευτικό δράμα μπορεί να συμβάλει στην προσωπική και επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών.

Προβληματιζόμενοι για τις προϋποθέσεις επιτυχίας παρόμοιων επιμορφωτικών εγχειρημάτων επισημαίνουμε την ανάγκη θεματοποίησης των σχέσεων μεταξύ επιμορφωτών και επιμορφούμενων και τη σημασία της ενεργού επιδίωξης ενός μοντέλου αμοιβαίας εμπιστοσύνης και ισοτιμίας. Το γεγονός ότι είχαμε ήδη γνωριστεί με τους επιμορφούμενους από την προηγούμενη φάση του σεμιναρίου και είχαμε κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, ότι οι επιμορφούμενοι βρίσκονταν στο σχολείο τους με τους συναδέλφους τους (στην κοινότητά τους) και ότι ασχοληθήκαμε με ένα θέμα (το πένθος) όχι ως ειδικοί αλλά ως κριτικοί φίλοι, με διάθεση να σκεφτούμε μαζί με τους εκπαιδευτικούς πάνω σε αυτό (Athanases et al. 2008), συνέτειναν στη διαμόρφωση του κατάλληλου κλίματος. Βοηθητικά λειτούργησε ακόμα η δική μας ευελιξία, η ετοιμότητά μας να προσαρμόσουμε το επιμορφωτικό σεμινάριο στις αφηγήσεις που θα προέκυπταν, τις οποίες προφανώς δε γνωρίζαμε εκ των προτέρων, δηλαδή σε μια βάση που δεν ελέγχαμε. Επίσης, η διερευνητική μας διάθεση απέναντι στις επιμορφωτικές πρακτικές που δοκιμάζαμε (κυρίως την αφήγηση και το δημιουργικό δράμα) γρήγορα επηρέασε και τους επιμορφούμενους δημιουργώντας τους τάση για κριτική και αναστοχασμό.

Τέλος, διαπιστώσαμε ότι μια από τις σημαντικότερες προϋποθέσεις για την επιτυχή αξιοποίηση του εκπαιδευτικού δράματος είναι αυτό να μην εκφυλίζεται σε μια ακόμα συμβατική τεχνική επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, αλλά να αναδεικνύεται σε ουσιαστική μορφή βιωματικής μάθησης και ανάπτυξής τους. Η ουσιαστική εμπλοκή των εκπαιδευτικών, η ελεύθερη έκφραση των προσωπικών βιωμάτων τους και η συλλογική επεξεργασία τους στο πλαίσιο της ομάδας αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την επιτυχή πραγματοποίηση του εγχειρήματος. Με αυτήν την έννοια, δεν προτείνουμε εδώ το εκπαιδευτικό δράμα ως συνταγή επιτυχίας για τη διαχείριση διάφορων δυσεπίλυτων όψεων της εκπαιδευτικής καθημερινότητας, αλλά ως πρόσφορο μέσο επαγγελματικής και προσωπικής ανάπτυξης του εκπαιδευτικού κατά την αναμέτρησή του με τις πολυσήμαντες κοινωνικές πτυχές του εκπαιδευτικού περιβάλλοντος.