Προαγωγή της διαπολιτισμικότητας σε πολυπολιτισμικές τάξεις: η διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας

Περιεχόμενα

2. Διαπολιτισμική Εκπαίδευση και Ιστορία

Η πολυπολιτισμικότητα δεν αποτελεί σύγχρονο φαινόμενο, αλλά παρατηρείται διαχρονικά στην ιστορία της εξέλιξης των ανθρώπινων κοινωνιών, προσλαμβάνοντας ωστόσο τις τελευταίες δεκαετίες νέα δυναμική. Τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια οι δημογραφικές μεταβολές που εντοπίζονται στην ελληνική κοινωνία έχουν άμεσο αντίκτυπο στη σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού, ο οποίος παρουσιάζει σημαντικό βαθμό ανομοιογένειας (Δαμανάκης 2005: 89-90). Η σχολική τάξη αποτελείται πλέον από γηγενείς, παλιννοστούντες και αλλοδαπούς μαθητές, ενώ μικτή δυναμικότητα παρατηρείται και ως προς τις σχολικές επιδόσεις. Το μάθημα της Ιστορίας αποτελεί ευεπίφορο πεδίο εφαρμογής αρχών και αξιωμάτων της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης (Δαμανάκης 2005: 99-106), τα οποία μπορούν να συνοψιστούν στην εκπαίδευση για ενσυναίσθηση, αλληλεγγύη, διαπολιτισμικό σεβασμό και υπέρβαση του εθνοκεντρικού τρόπου σκέψης (Κεσίδου 2008: 27-29).

Η ιστορική εκπαίδευση που είναι εστιασμένη στις αρχές της διαπολιτισμικότητας συμβάλλει στην ανάπτυξη ικανοτήτων ουσιαστικής κατανόησης του αλλού και της οπτικής γωνίας θέασης ποικίλων ζητημάτων. Η ενσυναίσθηση των μαθητών απαιτεί ιδιαίτερες και συστηματικές προσπάθειες από την πλευρά του εκπαιδευτικού (Λεοντσίνης 1999). Η μελέτη ιστορικών πηγών ποικίλων ειδών και διαφορετικής προέλευσης, σε συνδυασμό με τη δυναμική ερμηνεία τους στη βάση της διδακτικής αρχής των πολλαπλών οπτικών, συμβάλλει καθοριστικά στη διαμόρφωση συλλογικής συνείδησης, στο πλαίσιο των πολυπολιτισμικών σύγχρονων κοινωνιών, της παγκόσμιας κοινότητας, καθώς και υπερεθνικών μορφωμάτων, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση (Κυρκίνη 2001: 53-54).

Η αδυναμία αποδοχής της διαφορετικότητας και η αύξηση των κρουσμάτων ρατσιστικής βίας, τα οποία επιτάθηκαν εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, αναμοχλεύουν μνήμες της περιόδου του μεσοπολέμου και προβληματίζουν έντονα σχετικά με τις μελλοντικές εκφάνσεις τέτοιων συμπεριφορών. Στη συγκεκριμένη συγκυρία, η διαπολιτισμική εκπαίδευση καλείται να διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο στην προσωπικότητα των αυριανών πολιτών και την καλλιέργεια του σεβασμού στην ετερότητα, διασφαλίζοντας τη δυνατότητα του να είσαι διαφορετικός χωρίς φόβο (Γκόβαρης 2000). Η επίτευξη της προαναφερθείσας αρχής προϋποθέτει ένα εκπαιδευτικό σύστημα απαλλαγμένο από τον εθνοκεντρικό χαρακτήρα, τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις του παρελθόντος (Δραγώνα 1997).

Σύμφωνα με τον F. Braudel (1958), η Ιστορία αποτελεί τη διαλεκτική σχέση χρόνου και πραγμάτων. Στόχος της μελέτης της δεν είναι η άσκηση κριτικής αλλά η ουσιαστική κατανόηση και εξήγηση του παρελθόντος. Χαρακτηριστική είναι η επισήμανση του M. Bloch (1994: 153) ότι ...όταν τα πάθη του παρελθόντος συναντούν τις προκαταλήψεις του παρόντος, τότε η ανθρώπινη πραγματικότητα περιορίζεται σε μιαν αντίθεση μαύρου-άσπρου. Η αξιοποίηση των πολιτισμικών διαφορών των μαθητών στο πλαίσιο του μαθήματος της Ιστορίας μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος του συνόλου των μαθητών ως παγκόσμιων πολιτών. Το μάθημα της Ιστορίας σε μια ανομοιογενή τάξη προσιδιάζει σε μια λεπτή χειρουργική επέμβαση, κατά τη διάρκεια της οποίας μπορεί να παρουσιαστεί πλήθος επιπλοκών. Απαιτούνται, επομένως, αυξημένες ικανότητες διαχείρισης της τάξης1. Ο ρόλος του εκπαιδευτικού σε όλη αυτήν τη διαδικασία έγκειται στη διασφάλιση του τελικού αποτελέσματος μέσα από μια πολυδαίδαλη και ταυτόχρονα δημιουργική πορεία, η οποία παρέχει ίσες ευκαιρίες εκπαίδευσης σε όλους, αξιοποιώντας το πολιτισμικό και μορφωτικό κεφάλαιο μαθητών διαφορετικής πολιτισμικής προέλευσης (Δαμανάκης 2005: 103-105). Το μάθημα της Ιστορίας σε μια πολυπολιτισμική τάξη συμβάλλει και στη μεταβολή του τρόπου θέασης της πραγματικότητας και από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς2 αλλά και στον επαναπροσδιορισμό του ρόλου και της επαγγελματικής τους ταυτότητας (Cavoura 2009).

Η Ιστορία κατά το παρελθόν αποτέλεσε αδιαμφισβήτητα το κατεξοχήν ιδεολογικό μάθημα, που χρησιμοποιούνταν με μεθοδικότητα από το σύνολο των κρατών, ιδιαίτερα κατά τον 19ο και 20ο αι., για τη δημιουργία εθνικής συνείδησης και ιδεολογικής οχύρωσης των νεαρών πολιτών τους. Στον 21ο αι., η ωρίμανση και η συνειδητοποίηση της ανάγκης επικοινωνίας και συνεργασίας κρατών, πληθυσμών και μεμονωμένων ανθρώπων διαφορετικού πολιτισμικού κεφαλαίου έχουν επιβάλει αλλαγές στο μάθημα της Ιστορίας, σε επίπεδο διαπολιτισμικής διεύρυνσης των προγραμμάτων διδασκαλίας, απαλλαγής των εγχειριδίων από προκαταλήψεις και στερεότυπα αναφορικά με την εικόνα του «άλλου» (Αβδελά 1997β), σε συνδυασμό με ανάλογη επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και ευελιξία των προγραμμάτων σπουδών (Λεοντσίνης 2006: 35-37). Ωστόσο, η μετατροπή του ιστορικού μαθήματος σε πεδίο διαπολιτισμικού διαλόγου, με στόχο την ουσιαστική ανάπτυξη ιστορικής σκέψης και τη διαμόρφωση ιστορικής συνείδησης, σύμφωνα με τα διαρκώς μεταβαλλόμενα δεδομένα του 21ου αι., απαιτεί δέσμευση, καθώς και συντονισμένες και συνεχείς προσπάθειες από όλους τους εμπλεκόμενους.