Διαπροσωπικές σχέσεις στη σχολική τάξη και δεξιότητες αποτελεσματικής επικοινωνίας με τους μαθητές

Περιεχόμενα

1. Εισαγωγή

Οι διαπροσωπικές σχέσεις στην τάξη και ειδικότερα οι σχέσεις μεταξύ εκπαιδευτικών και μαθητών έχει διαπιστωθεί ότι επηρεάζουν σημαντικά τη μαθησιακή και κοινωνική εξέλιξη των μαθητών (Aspy & Roebuck 1977, Rogers & Freiberg 1994). Οι παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη των σχέσεων στην τάξη έχουν μελετηθεί από διαφορετικές ψυχολογικές και ψυχοκοινωνικές θεωρητικές προσεγγίσεις που δίνουν έμφαση είτε σε ενδοψυχικούς είτε σε διαπροσωπικούς είτε σε ενδο-ομαδικούς παράγοντες.

Η παρούσα εργασία στηρίζεται στα δεδομένα της ψυχοδυναμικής και ανθρωπιστικής προσέγγισης που έχουν εφαρμοστεί στον χώρο της συμβουλευτικής ψυχολογίας στην εκπαίδευση. Ειδικότερα, στηρίζεται στη μελέτη των I. Σάλτζμπεργκ-Ουίτενμπεργκ, T. Χένρι και E. Όσμπορν (1996) που δίνει έμφαση στους ενδοπροσωπικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη σχέση μαθητών και δασκάλων. Τα δεδομένα αυτά επιτρέπουν να κατανοήσουμε διαφορετικά φαινόμενα σχέσεων που αναπτύσσονται μέσα στην τάξη. Δύο βασικά ερωτήματα που συχνά προκύπτουν, όταν προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τη συμπεριφορά των μαθητών προς τους δασκάλους τους, είναι: γιατί διαφορετικοί μαθητές αναπτύσσουν διαφορετικού είδους σχέση με τον δάσκαλό τους, παρόλο που αυτός έχει την ίδια συμπεριφορά προς όλους; και ακόμη: γιατί ο ίδιος μαθητής συμπεριφέρεται διαφορετικά απέναντι σε διαφορετικούς δασκάλους του; Προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε τα φαινόμενα αυτά, πέρα από μια γενικού τύπου απάντηση, που αναφέρεται στις ατομικές διαφορές της προσωπικότητας των μαθητών, χρειάζεται να αναζητήσουμε τους ενδοψυχικούς παράγοντες που συμβάλλουν στη διαφοροποίηση των συμπεριφορών που εμφανίζονται στο σχολικό πλαίσιο.

Αρχικός στόχος της εργασίας αυτής είναι να διευκολύνει τους εκπαιδευτικούς, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, να κατανοήσουν τους ψυχολογικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη σχέση μαθητή και εκπαιδευτικού και μεσολαβούν στη διαδικασία της μάθησης. Ο δεύτερος στόχος είναι να διευκολύνει τους εκπαιδευτικούς να αναγνωρίσουν και να αξιοποιήσουν συγκεκριμένες δεξιότητες και στρατηγικές επικοινωνίας που συμβάλλουν στην ανάπτυξη αποτελεσματικής εκπαιδευτικής και διδακτικής σχέσης.

Ακολουθώντας τους παραπάνω στόχους, το θεωρητικό μέρος της εργασίας αποτελείται από τρεις ενότητες: στην πρώτη παρουσιάζονται οι ενδοπροσωπικοί παράγοντες στη σχέση μαθητή – εκπαιδευτικού, δίνοντας έμφαση στις προσδοκίες και τους φόβους με τους οποίους οι μαθητές επενδύουν τη σχέση τους με τους δασκάλους τους. Στη δεύτερη γίνεται αναφορά στον ρόλο του εκπαιδευτικού και στη δυνατότητά του να παρέμβει, ώστε να διαμορφώσει το κατάλληλο πλαίσιο σχέσης με τους μαθητές του. Και στην τρίτη ενότητα παρουσιάζονται οι αρχές της ενεργητικής ακρόασης, ως μιας μεθόδου επικοινωνίας και παρέμβασης, που διευκολύνει την ανάπτυξη βοηθητικών αλληλεπιδράσεων στο σχολικό πλαίσιο. Στο πρακτικό μέρος της εργασίας παρουσιάζονται παραδείγματα εφαρμογής της ενεργητικής ακρόασης στο πλαίσιο επικοινωνίας του εκπαιδευτικού με τους μαθητές του και επίσης ορισμένες ασκήσεις-τεχνικές που μπορούν να βοηθήσουν τον εκπαιδευτικό στην εφαρμογή της μεθόδου αυτής στο σχολικό περιβάλλον.