Αλλοδαποί μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες: η περίπτωση των ειδικών μαθησιακών δυσκολιών

Περιεχόμενα

1. Οι Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες

Καθημερινά, στις τάξεις των σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, συναντά κανείς μαθητές που, ενώ έχουν όλοι τα γνωστικά εχέγγυα (τυπική – «μέσα στα φυσιολογικά όρια» νοημοσύνη), αναπάντεχα έχουν σημαντικά χαμηλότερη επίδοση από την αναμενόμενη. Αυτοί οι μαθητές αντιμετωπίζουν αυτό που ο παιδαγωγός και ψυχολόγος Samuel Kirk ήδη από το 1963 ονόμασε «Μαθησιακές Δυσκολίες». Ο επικρατέστερος ορισμός των Ειδικών Μαθησιακών Δυσκολιών (ΕΜΔ) ορίζει πως «... είναι ένας γενικός όρος που αναφέρεται σε μια ανομοιογενή ομάδα διαταραχών, οι οποίες εκδηλώνονται με σημαντικές δυσκολίες στην πρόσκτηση και χρήση ικανοτήτων ακρόασης, ομιλίας, ανάγνωσης, γραφής, συλλογισμού ή μαθηματικών ικανοτήτων. Οι διαταραχές αυτές είναι εγγενείς στο άτομο και αποδίδονται σε δυσλειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος και μπορεί να υπάρχουν σε όλη τη ζωή του ατόμου...» (Hammill 1990). Οι περισσότεροι από τους μαθητές που περιγράφονται από το πλαίσιο του ορισμού, σε ποσοστό 80%, αντιμετωπίζουν μια δυσκολία που σχετίζεται με τον χειρισμό του γραπτού λόγου (αποκωδικοποίηση, ευχέρεια, κατανόηση) και ονομάζεται δυσλεξία (ειδική μαθησιακή δυσκολία στην ανάγνωση) (Shaywitz 2003). Οι δυσκολίες αυτές είναι συνήθως αποτέλεσμα ενός ελλείμματος στο φωνολογικό μέρος της γλώσσας, ιδιαίτερα στη φωνολογική επίγνωση (στη γνώση και στον χειρισμό των φωνημάτων της γλώσσας). Η υπόθεση είναι πως η ελλειμματική φωνολογική επίγνωση οδηγεί σε προβλήματα αποθήκευσης ή και ανάκλησης και επεξεργασίας των λέξεων ως ενοποιημένων συνόλων και διακριτών ορθογραφικών αναπαραστάσεων. Υπάρχει δυσκολία να δημιουργηθούν σύνδεσμοι γραπτής και προφορικής αναπαράστασης της λέξης και επομένως έλλειψη άνεσης και ευχέρειας αποκωδικοποίησης (απλής ανάγνωσης) (Snowling 2000, Vellutino et al. 2004). Αυτό το έλλειμμα δεν είναι συνήθως συμβατό με τις άλλες γνωστικές ικανότητες του μαθητή ούτε με το επίπεδο της διδασκαλίας που λαμβάνει χώρα στην τάξη. Οι δυσκολίες αυτές συνοδεύονται και από άλλες, δευτερεύουσες συνέπειες, που μπορεί να περιλαμβάνουν προβλήματα στην αναγνωστική κατανόηση και μειωμένη αναγνωστική εμπειρία, που με τη σειρά της μπορεί να εμποδίζει την ανάπτυξη του λεξιλογίου και τη δημιουργία νέας γνώσης (Lyon κ.ά. 2003).

Η μελέτη του πεδίου των ΕΜΔ αξιοποιεί παραδοσιακά δύο βασικά διαγνωστικά κριτήρια. Το πρώτο αφορά μια απόκλιση μεταξύ της ακαδημαϊκής επίδοσης και των νοητικών δυνατοτήτων του παιδιού. Για να ανταποκρίνεται η εικόνα ενός μαθητή στα διαγνωστικά κριτήρια των ΕΜΔ θα πρέπει: α) να υπάρχει σοβαρή υποεπίδοση, β) σοβαρή απόκλιση μεταξύ της νοητικής και ακαδημαϊκής επίδοσης και γ) παρατηρημένες δυσκολίες στις γνωστικές δεξιότητες. Με απλά λόγια οι μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες είναι παιδιά με τουλάχιστον τυπική νοημοσύνη που απρόσμενα παρουσιάζουν σημαντικά χαμηλές ακαδημαϊκές επιδόσεις (Scruggs & Mastropieri 1995, Hallahan & Kaufman 1998, Barrera 2006). Το δεύτερο διαγνωστικό κριτήριο αναφέρεται στον αποκλεισμό παιδιών με ακαδημαϊκά προβλήματα που οφείλονται σε άλλες διαταραχές, συναισθηματικές, αισθητηριακές (ακοής, όρασης) ή σε εξωτερικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη μάθηση, όπως το διαφορετικό πολιτισμικό, γλωσσικό περιβάλλον, η ελλιπής φοίτηση και η αναποτελεσματική διδασκαλία (Hammill 1990). Όμως, παρά τη θεωρητική προσήλωση στα δύο αναφερθέντα κριτήρια, η σχολική πραγματικότητα είναι διαφορετική και τα παιδιά που θεωρούνται ως μαθητές με ΕΜΔ στις ελληνικές τάξεις δεν τηρούν απαραίτητα το κριτήριο της απόκλισης και το κριτήριο του αποκλεισμού. Συχνά, μαθητές από άλλες διαγνωστικές κατηγορίες της ειδικής αγωγής εντάσσονται στην τυπική τάξη ως μαθητές με ΕΜΔ, ενώ παράλληλα, μαθητές με γενικά μαθησιακά προβλήματα παντός τύπου χαρακτηρίζονται, επίσης επιπόλαια, ως μαθητές με ΕΜΔ. Επιπλέον, η ύπαρξη μεγάλου αριθμού μαθητών στις τάξεις, που προέρχονται από διαφορετικά πολιτισμικά, θρησκευτικά και άλλα περιβάλλοντα δημιουργεί δυσκολίες στη διάγνωση των ειδικών μαθησιακών δυσκολιών. Πολλοί από τους μαθητές αυτούς αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα στην ακαδημαϊκή τους πορεία στο σχολείο. Η εκπαίδευση αυτών των παιδιών, που έχουν μητρική γλώσσα διαφορετική από την ελληνική, πολλές φορές ενέχει δυσκολίες και προβλήματα. Συχνά αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες στην κατάκτηση του γραπτού λόγου με σοβαρότατες συνέπειες τόσο για τη σχολική τους πρόοδο όσο και για τη συνολική ένταξή τους στο σχολικό περιβάλλον.