Η συμμετοχή των παιδιών στην εκπαιδευτική διαδικασία: προϋποθέσεις και διαδικασίες ενίσχυσής της στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση

Περιεχόμενα

Α΄ θεωρητικό πλαίσιο

1. Εισαγωγή

Στο κεφάλαιο αυτό επιχειρείται η ανάδειξη της αναγκαιότητας της συμμετοχής των παιδιών στην εκπαιδευτική διαδικασία, η αναφορά σε ορισμένους παράγοντες που επηρεάζουν τις ευκαιρίες για την εξασφάλισή της και η παρουσίαση στρατηγικών για την ενίσχυσή της. Με τον όρο συμμετοχή των παιδιών αναφερόμαστε στη διαδικασία λήψης αποφάσεων από τα παιδιά για τα ζητήματα που βιώνουν καθημερινά (Treseder 1997). Πλαισιώνοντας τον ορισμό αυτό στο χώρο της εκπαίδευσης μπορούμε να φανταστούμε τα παιδιά να συμμετέχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία εκφέροντας τη γνώμη τους, λαμβάνοντας συλλογικές αποφάσεις για τη διαμόρφωση του χώρου της τάξης τους, το πρόγραμμα, τις σχολικές εκδηλώσεις και τις εκδρομές και συνδιαμορφώνοντας τους στόχους, το περιεχόμενο και την πορεία της μαθησιακής διαδικασίας.

Η ετερογένεια του μαθητικού πληθυσμού καθιστά ζητούμενο την εξασφάλιση της συμμετοχής όλων των παιδιών στην εκπαιδευτική διαδικασία. H ετερογένεια είναι πολλαπλή και αφορά, μεταξύ άλλων, το επίπεδο της ταυτότητας, των ικανοτήτων και των δυνατοτήτων των παιδιών. Γνωρίζουμε ότι τα παιδιά, ακόμα και αυτά της ίδιας ηλικιακής ομάδας, διαφοροποιούνται πολλαπλά μεταξύ τους ανάλογα με την κοινωνικο-οικονομική προέλευση, τη γλώσσα, το φύλο, τις ανάγκες, τις δεξιότητες, τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες (Ανδρούσου 1996). Ο Hart (1992:4) υποστηρίζει ότι ένα έθνος είναι δημοκρατικό στον βαθμό που οι πολίτες του εμπλέκονται κυρίως στο επίπεδο της κοινότητας. Οι δεξιότητες και η αυτοπεποίθηση θα πρέπει, συνεχίζει, να αποκτηθούν σταδιακά μέσω της σταδιακής εξάσκησής τους στην πράξη. Άρα, μεταφέροντας αυτό το σκεπτικό στον χώρο της σχολικής τάξης, ακόμα και αν τα παιδιά δεν έχουν την ετοιμότητα συμμετοχής θα πρέπει να εκπαιδευτούν σ' αυτήν για τη διασφάλιση ενός δημοκρατικού σχολείου.

Ευρύτερα, η ανάγκη παροχής ισότιμων ευκαιριών στους μαθητές για τη συμμετοχή τους στην εκπαίδευση έχει συσχετιστεί με διαφορετικές οπτικές. Ειδικότερα, έχει συσχετιστεί με την οπτική της εξασφάλισης των δικαιωμάτων των παιδιών (Lansdown 1994), όπως αυτά εκφέρονται με σαφήνεια στα άρθρα 12 και 13 της σύμβασης των δικαιωμάτων του παιδιού. Τα άρθρα αυτά της σύμβασης αναφέρουν ότι το παιδί έχει το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης της γνώμης του σχετικά με οποιοδήποτε θέμα το αφορά, ανάλογα με την ηλικία του και τον βαθμό ωριμότητάς του (άρθρο 12). Επίσης, υποστηρίζουν ότι το παιδί έχει το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης, της λήψης και διάδοσης πληροφοριών και ιδεών, της συνείδησης και της θρησκείας (άρθρο 13). Παρόλο που η συζήτηση σχετικά με το κατά πόσο η σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού ενισχύει ουσιαστικά τη συμμετοχή των παιδιών στη λήψη αποφάσεων είναι μεγάλη (Alderson 1994, Hill & Tisdall 1997, Tomas 2008, Αυγητίδου κ.ά. 2013), δεν αμφισβητεί κανείς ότι η σύμβαση αποτελεί ένα σημαντικό κείμενο που υποστηρίζει το δικαίωμα των παιδιών ως πολιτών να εκφέρουν άποψη, καθώς και το γεγονός ότι η άποψη αυτή θα πρέπει να ακουστεί.

Εκτός όμως από την αναγνώριση του δικαιώματος των παιδιών να εκφέρουν γνώμη και να επηρεάζουν με τις αποφάσεις τους τα θέματα που τα αφορούν, η ενεργητική συμμετοχή των παιδιών σε διαδικασίες συνεργατικής κατασκευής της γνώσης αποτελεί προϋπόθεση μάθησης σύμφωνα με τις κοινωνιο-πολιτισμικές θεωρίες (Vygotsky 1978, Rogoff κ.ά. 1993). Σύμφωνα με αυτές, η μάθηση προκύπτει μέσα από τις αλληλεπιδράσεις με τους γύρω μας και το περιβάλλον, μέσα από τη χρήση πολιτισμικών εργαλείων, όπως η γλώσσα, σε μια προσπάθεια να κατακτηθεί η διυποκειμενικότητα και να κατασκευαστεί το κοινό νόημα. Άρα, η συμμετοχή των παιδιών στην εκπαιδευτική διαδικασία θεωρείται μια εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη για την επίτευξη της μάθησης.

Τέλος, τα κείμενα εκπαιδευτικής πολιτικής αλλά και ο σύγχρονος παιδαγωγικός λόγος τονίζουν ολοένα και περισσότερο την ανάγκη να συνδιαμορφωθεί η εκπαίδευση από τους εκπαιδευτικούς και τα παιδιά ως μια δημοκρατική πρακτική (OECD 2001, Dahlberg & Moss 2005, OECD 2006). Οι ευκαιρίες που δίνονται για τη συμμετοχή των παιδιών στην εκπαιδευτική διαδικασία έχουν εξάλλου συσχετιστεί με την ποιότητα των εκπαιδευτικών εμπειριών που έχουν τα παιδιά (Sheridan & Pramling-Samuleson 2001).

Σκοπός των κεφαλαίων και υποκεφαλαίων που ακολουθούν είναι να δώσει ευκαιρίες στους εκπαιδευτικούς να αναρωτηθούν για τις απόψεις και τις πρακτικές τους σχετικά με τη συμμετοχή των παιδιών στην τάξη, αλλά και να ενισχυθούν με στρατηγικές και ερευνητικές τεχνικές στη βελτίωση των πρακτικών τους.