Η ενδοσχολική επιμόρφωση ως μοχλός επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών

Περιεχόμενα

Α. Θεωρητικό πλαίσιο

Εισαγωγή

Σε διεθνές επίπεδο τα τελευταία χρόνια η εκπαίδευση καλείται να ανταποκριθεί με επιτυχία στην ταχεία τεχνολογική ανάπτυξη, την έκρηξη της γνώσης, τις ραγδαίες εξελίξεις στο ευρύτερο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο. Σημαντικός παράγοντας για την αποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης θεωρείται ο εκπαιδευτικός. Η ευρωπαϊκή εκπαιδευτική πολιτική τονίζει τη σημασία της ενδοϋπηρεσιακής επιμόρφωσης1 των εκπαιδευτικών, την οποία συνδέει με την επαγγελματική τους ανάπτυξη, τη δια βίου μάθηση και τις ανάγκες της καθημερινής πράξης. Μάλιστα, καθορίστηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως ένας από τους δεκαέξι δείκτες ποιότητας της σχολικής εκπαίδευσης. Η επιμόρφωση στοχεύει στην επιπλέον μόρφωση που μπορεί να πάρει ένας εκπαιδευτικός, ώστε να διευρύνει, να συμπληρώσει, να επικαιροποιήσει και να βελτιώσει τις εμπειρίες, γνώσεις, πρακτικές, δεξιότητες, στάσεις και ικανότητές του μέσα από θεσμοθετημένες και οργανωμένες διαδικασίες.

Επιμόρφωση και βασική εκπαίδευση πρέπει να βρίσκονται σε σχέση αλληλεπίδρασης. Είναι κοινά αποδεκτό ότι υπάρχει ανάγκη για διαρκή επιμόρφωση και κατάρτιση των εκπαιδευτικών, η οποία θεωρείται ελπίδα για την ποιοτική βελτίωση του σχολείου, την αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών και του εκπαιδευτικού συστήματος γενικότερα, τον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης και την προσαρμογή της στις μεταβαλλόμενες ανάγκες και απαιτήσεις (Βεργίδης 1995, Eurydice 1996, Fullan 1998, European Commission 2000, Νικολακάκη 2003, Μπαγάκης 2005).

Αρχικά, έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο όρος επιμόρφωση είχε τη στενή έννοια της επαγγελματικής κατάρτισης (Μυλωνάς κ.ά. 2001, Μάνεσης 2011). Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 παρατηρείται μια στροφή και η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών θεωρείται διαρκής, προϋποθέτει τη σύνδεση θεωρίας, πρακτικής και έρευνας, την αλληλεπίδραση των εκπαιδευτικών και τη συνεργασία των προγραμμάτων αρχικής και ενδοϋπηρεσιακής επιμόρφωσης, αναφέρεται στις τυπικές και άτυπες ευκαιρίες κατάρτισης και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας, προάγοντας την ατομική τους εξέλιξη και ανάπτυξη. Σε αυτή τη διαδικασία οι εκπαιδευτικοί πρέπει να είναι προετοιμασμένοι να προσαρμοστούν στις αλλαγές (Παγκάκης 2003, Κελπανίδης & Βρυνιώτη 2004, Παπαναούμ 2005)2.

Η διά βίου μάθηση και κατάρτιση των εκπαιδευτικών προβλέπεται και στο Καθηκοντολόγιο. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται στο άρθρο 36, παράγραφος 23 της Υπουργικής Απόφασης Φ.353.1/324/105657/Δ13: «Οι εκπαιδευτικοί ανανεώνουν και εμπλουτίζουν τις γνώσεις τους σχετικά με τα διάφορα γνωστικά αντικείμενα και τις επιστήμες της αγωγής, τόσο μέσω των διάφορων μορφών επιμόρφωσης και επιστημονικής παιδαγωγικής καθοδήγησης που παρέχονται θεσμικά από το σύστημα της οργανωμένης εκπαίδευσης όσο και με την αυτοεπιμόρφωση. Τα ανωτέρω κρίνονται απαραίτητα, διότι οι ανάγκες της κοινωνίας μεταβάλλονται με γρήγορους ρυθμούς. Για να μπορεί η εκπαίδευση να ανταποκριθεί σ' αυτούς τους ρυθμούς, πρέπει ο εκπαιδευτικός να παρακολουθεί τις εξελίξεις με διαρκή και έγκυρη επιμόρφωση».

Τα προγράμματα επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών διακρίνονται σε υποχρεωτικά και προαιρετικά. Στα υποχρεωτικά προγράμματα περιλαμβάνονται η εισαγωγική επιμόρφωση για νεοδιόριστους εκπαιδευτικούς, τα διάφορα επιμορφωτικά προγράμματα μακράς (ετήσιας), μέσης και μικρής διάρκειας, τα εκπαιδευτικά προγράμματα για την ακαδημαϊκή και επαγγελματική αναβάθμιση (εξομοίωση), η ειδική επιμόρφωση στελεχών, καθώς και διάφορες έκτακτες επιμορφώσεις (π.χ. για τα Νέα Προγράμματα Σπουδών, τα Διδακτικά Βιβλία, το Νέο Σχολείο κ.λπ.). Στα προαιρετικά προγράμματα περιλαμβάνονται οι ημερίδες, τα συνέδρια και τα σεμινάρια στα οποία συμμετέχουν οι ενδιαφερόμενοι.

Ως φορείς επιμόρφωσης ορίζονται το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής - (Ι.Ε.Π.), τα ΠΕΚ, τα ΑΕΙ & ΑΤΕΙ, η ΑΣΠΑΙΤΕ, το ΙΝΕΔΙΒΙΜ, η Σχολική Μονάδα και οι Σχολικοί Σύμβουλοι. Άτυποι φορείς επιμόρφωσης είναι και οι επαγγελματικές και επιστημονικές ενώσεις των εκπαιδευτικών, οι οποίες συμμετέχουν με εκπροσώπους στους επιμορφωτικούς φορείς, αλλά μπορούν να διοργανώνουν επιμορφωτικές συναντήσεις (π.χ. συνέδρια, ημερίδες, συζητήσεις, διαλέξεις).

Ο επιμορφωτικός ρόλος του σχολικού συμβούλου

Με τον Ν. 1304/82 καθιερώθηκε στην εκπαίδευση ο θεσμός του Σχολικού Συμβούλου, ο οποίος αντικατέστησε τον θεσμό του Επιθεωρητή. Έργο του είναι, μεταξύ άλλων, η διαχείριση της εκπαιδευτικής πολιτικής, η επιστημονική και παιδαγωγική καθοδήγηση, η συμμετοχή στην αξιολόγηση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και η ενθάρρυνση για την εφαρμογή νέων μεθόδων διδασκαλίας. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Φ.Ε.Κ. 1340/2002 (άρθρο 8, παρ. 1γ) ο σχολικός σύμβουλος «ενθαρρύνει, υποστηρίζει και καθοδηγεί τις ενδοσχολικές προσπάθειες επιμόρφωσης στα σχολεία της αρμοδιότητάς του». Στα καθήκοντα των σχολικών συμβούλων (άρθρο 9, παρ. ζ), είναι να «οργανώνουν οι ίδιοι ή αναθέτουν διδασκαλίες σε εκπαιδευτικούς, τις οποίες παρακολουθούν υποχρεωτικά οι εκπαιδευτικοί του αντίστοιχου γνωστικού αντικειμένου των σχολείων με σκοπό την ανταλλαγή εμπειριών και την ενημέρωση στις σύγχρονες απόψεις της ψυχοπαιδαγωγικής θεωρίας και της διδακτικής πρακτικής». Σύμφωνα με το Π.Δ. 201/1998 οι σχολικοί σύμβουλοι οργανώνουν και υλοποιούν επιμορφωτικές συναντήσεις (παιδαγωγικές συσκέψεις, ημερίδες και σεμινάρια) των εκπαιδευτικών των σχολείων ευθύνης τους, στα εξής χρονικά διαστήματα: 16-20 Ιουνίου, 2-9 Σεπτεμβρίου, δύο (2) εργάσιμες ημέρες τον χρόνο και σε ώρες που δεν εμποδίζεται η διδακτική εργασία (συνήθως το δίωρο 12-2). Σε κάθε περίπτωση, ο ρόλος του Σχολικού Συμβούλου θεωρείται καθοριστικός για την οργάνωση και υλοποίηση προγραμμάτων επαγγελματικής ανάπτυξης και ενδοσχολικής επιμόρφωσης.