Η εξ αποστάσεως/ηλεκτρονική επιμόρφωση εκπαιδευτικών: μια καινοτομία που ανταποκρίνεται στη σύγχρονη ψηφιακή εποχή

Περιεχόμενα

A. Θεωρητικό πλαίσιο

Η σύγχρονη «Τεχνολογία της Γνώσης» και οι αλλαγές που προκαλεί

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο σύγχρονος άνθρωπος βιώνει ένα δυναμικά μεταβαλλόμενο περιβάλλον, το οποίο αλλάζει και εξελίσσεται με ρυθμούς και ταχύτητες που δεν ήταν γνωστές κατά το παρελθόν. Οι αλλαγές εξαπλώνονται σε όλους τους τομείς δραστηριοποίησης, από τον οικονομικό και πολιτικό, τον κοινωνικό και τον πολιτιστικό μέχρι και αυτόν της εκπαίδευσης. Στον πυρήνα αυτών των αλλαγών βρίσκεται η Τεχνολογία της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών (ΤΠΕ - ICT), η οποία έχει μια σχέση τόσο στενής αλληλεξάρτησης με τις παραπάνω εξελίξεις, που καθιστά παρακινδυνευμένη κάθε απόπειρα αναζήτησης αιτίων και αποτελεσμάτων. Μοιάζει δηλαδή με το γνωστό δίλημμα, αν και κατά πόσον προηγήθηκε στη ζωή η κότα ή το αβγό. Αν δηλαδή οι εξελίξεις που περιγράφονται με τον όρο 'παγκοσμιοποίηση' συνετέλεσαν στην ανάπτυξη και εξάπλωση της νέας ψηφιακής τεχνολογίας ή αν αυτή η συγκεκριμένη τεχνολογία αποτέλεσε ένα κρίσιμο και απαραίτητο υπόβαθρο πάνω στο οποίο στηρίχτηκαν οι προαναφερθείσες αλλαγές.

Ως τεχνολογία βέβαια παρουσιάζει ένα πρωτόγνωρο για την ιστορία της ανθρωπότητας χαρακτηριστικό: ενώ για αιώνες η τε¬χνολογική πρόοδος επετύγχανε μια διεύρυνση απλώς των φυσικών δυ¬νατοτήτων του ανθρώπου, οι νέες τεχνολογίες παρέχουν τη δυνατότητα διεύρυνσης κατά κύριο λόγο των πνευματικών δυνατοτήτων του ανθρώπου (Besag & Levine 1984). Η συνεχής παραγωγή και διακίνηση πληροφοριών που υποστηρίζουν οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών φαίνεται να οδηγεί σε αναθεώρηση του τρόπου οργάνωσης της ζωής, της εργασίας και της εκπαίδευσης των σύγχρονων πολιτών και πιέζει για προσαρμογή στις συνθήκες που επιβάλλει η νέα μορφή της σύγχρονης κοινωνίας, η Κοινωνία της Πληροφορίας (Castells 2001). Κεντρική θέση στο πλαίσιο της νέας αυτής πραγματικότητας κατέχουν η απόκτηση, επεξεργασία, αποθήκευση, διαχείριση και διανομή πληροφοριών, διαδικασίες δηλαδή που οδηγούν στη δημιουργία γνώσης και αποτελούν πλέον αναπόσπαστο κομμάτι κάθε κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας.

Η σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης χαρακτηρίζεται από διαρκείς αλλαγές, ταχύτατη διάχυση της γνώσης και εξελίξεις στις Νέες Τεχνολογίες. Παράλληλα, οι υπάρχουσες γνώσεις παλαιώνονται γρήγορα, ενώ ταυτόχρονα ο σύγχρονος άνθρωπος περιβάλλεται από ολοένα και μεγαλύτερο όγκο γνώσεων και πληροφοριών (Μπίκος 2012).

Οι μεγαλύτερες μάλιστα μεταβολές διαγράφονται για τους ανθρώπους των αναπτυγμένων και υπό ανάπτυξη χωρών στο πεδίο των επαγγελματικών απαιτήσεων. Μία από τις σημαντικότερες επιπτώσεις στη σταδιοδρομία των σύγχρονων εργαζομένων σχετίζεται με την ταχύτητα που οι νέες τεχνολογίες επιβάλλουν για την ανανέωση των γνώσεων και των ικανοτήτων που απαιτούνται. Εγκαταλείπεται η ειδίκευση και η διά βίου απασχόληση σε ένα αντικείμενο και αναπτύσσονται πιέσεις για ετοιμότητα αλλαγής και νέας ειδίκευσης ή διαδοχικών ειδικεύσεων, όπως και για συνεχή επικαιροποίηση των γνώσεων και δεξιοτήτων. Έτσι προβάλλει έντονα το αίτημα για διά βίου μάθηση. Η μόνη δυνατότητα για την αντιμετώπιση των ραγδαίων αλλαγών είναι η συνεχής και διά βίου ετοιμότητα του ατόμου για αφομοίωση νέων στοι¬χείων, για προσαρμογή σε νέα δεδομένα και καταστάσεις και απόκτηση νέων ικανοτήτων (UNESCO 2002).

Τη δυνατότητα προσαρμογής σ' αυτήν τη νέα κατάσταση μπορεί να την καταδείξει η εξής συνάρτηση: όπως από αρχαιοτάτων χρόνων η υπάρχουσα γνώση είχε πάντα και την «τεχνολογία» της για τη διάδοση και παραπέρα διεύρυνσή της, το ίδιο συμβαίνει και στη σύγχρονη εποχή. Η νέα τεχνολογία που αύξησε την ταχύτητα αλλαγών και πιέζει για όλο και πιο επίκαιρες γνώσεις και δεξιότητες, ευτυχώς προσφέρει ταυτόχρονα και το πλέον κατάλληλο μέσο για την κατάκτησή τους. Σήμερα μπορεί πλέον η μάθηση να λαμβάνει χώρα παντού και όχι μόνο μέσα στα όρια ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος. Προκειμένου όμως να επιτευχθεί αυτό είναι απαραίτητος ένας νέος τρόπος οργάνωσης της εργασίας και της κοινωνίας, ώστε να μετατραπεί η μάθηση σε μια απαραίτητη και φυσιολογική διαδικασία της καθημερινής ζωής και όχι σε κάτι που πρέπει να συντελείται μόνο σε κάποια ειδικά μέρη. Η επαγγελματική κατάρτιση, η εργασιακή μάθηση, που συνδυάζεται με την κατάρτιση και εκπαίδευση μέσω διαδικτύου, θεωρούνται ως τα αποτελεσματικότερα εργαλεία για να αντισταθμίσουν τους περιορισμούς του τομέα της τυπικής εκπαίδευσης (Lanvin & Passman 2008).

Η διά βίου μάθηση απαιτεί εκτός των άλλων μεγάλη ποικιλία και ευελιξία ως προς τους τρόπους και τις διαδικασίες μάθησης, κάτι που οι ΤΠΕ προσφέρουν απλόχερα, καθώς, μεταξύ άλλων, μπορούν να προσαρμοστούν ανάλογα και με τις προσωπικές ιδιαιτερότητες και γνωστικές ανάγκες του καθενός. Ακόμη περισσότερο οι νέες τεχνολογίες ευνοούν την επικοινωνία αλλά και την εξ αποστάσεως μάθηση, καθώς μέσω διαδικτύου και σύγχρονης τηλεδιάσκεψης διευρύνουν τα σύνορα και τα στενά όρια μιας χώρας και η μάθηση και επικοινωνία μπορεί να συντελείται πλέον σε διεθνές ή και παγκόσμιο επίπεδο. Δε θα πρέπει βέβαια να παραβλέπεται το γεγονός ότι η εκπαίδευση γίνεται αποτελεσματικότερη, όταν σχεδιάζεται και λειτουργεί ως ολοκληρωμένο σύστημα. Με άλλα λόγια δεν μπορεί κάθε εκπαιδευτικός θεσμός να λειτουργεί ανεξάρτητα και χωρίς να παίρνει υπόψη την ύπαρξη και των άλλων νέων μορφών εκπαίδευσης και επανεκπαίδευσης. Επιπλέον, δεν αρκεί η αξιοποίηση των ΤΠΕ από τους θεσμούς της διά βίου εκπαίδευσης αλλά πρέπει και οι θεσμοί της τυπικής εκπαίδευσης να ολοκληρώσουν την ενσωμάτωση και αξιοποίηση των ΤΠΕ στην εκπαιδευτική διαδικασία (Carnoy 2002).

Ανάγκη συνεχούς επικαιροποίησης της γνώσης του εκπαιδευτικού

Η μετάβαση σε ένα τόσο ραγδαία μεταβαλλόμενο περιβάλλον είχε αυτονόητα επιπτώσεις στις εργασιακές απαιτήσεις του ανθρώπινου δυναμικού (Μπίκος 2012) και τροποποίησε αντίστοιχα την αξία και τον ρόλο της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής επιμόρφωσης. Η διά βίου μάθηση και η επαγγελματική κατάρτιση απέκτησαν μεγαλύτερη σημασία και αναδείχθηκε ως καθολική απαίτηση η διαρκής βελτίωση, η αναβάθμιση και ο εκσυγχρονισμός όχι μόνο της γενικής μόρφωσης και πολυειδίκευσης των ανθρώπων (Ράπτης & Ράπτη 2006) αλλά και των επαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού.

Είναι λοιπόν προφανές ότι καταρχάς καθίσταται αναγκαίος ο επανασχεδιασμός του εκπαιδευτικού συστήματος. Αυτό συνεπάγεται σύνδεση της αρχικής με τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση και τη διά βίου μάθηση σε μια ενιαία, συνεχή και αλληλοτροφοδοτούμενη διαδικασία και αντικατάσταση της στενής εφάπαξ ειδίκευσης από πολυλειτουργικά προσόντα, δεξιότητες-κλειδιά, κριτική και αναλυτική σκέψη, ικανότητες χρησιμοποίησης επικοινωνιακών μέσων κ.ά. (Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή Ελλάδος 2002). Χρειάζεται δηλαδή να δημιουργηθούν ισχυροί δεσμοί ανάμεσα στην εκπαίδευση στα διαφορετικά στάδια της ζωής, παρά να θεωρούνται οι φάσεις αυτές ως ξεκομμένες μεταξύ τους.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αναγνωρίζοντας τη σημασία της διαρκούς επιμόρφωσης, προχώρησε στην ανάπτυξη, προώθηση και εφαρμογή στρατηγικών δια βίου μάθησης. Η τεχνολογία ειδικότερα αξιολογήθηκε ως βαρυσήμαντος παράγοντας, που θα μπορούσε να βοηθήσει στην οργάνωση και τον ανασχεδιασμό των νέων εκπαιδευτικών πρακτικών και να προσφέρει ευελιξία ως προς τον χώρο, τον χρόνο, το περιεχόμενο, καθώς και πολυμορφία ως προς τις εκπαιδευτικές μεθόδους. Για το λόγο αυτό η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης έθεσε ως καίριο ζήτημα τη σύνδεση των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών με την παιδαγωγική πρακτική, όπως και την ψηφιοποίηση - των συναφών με την εκπαίδευση - λειτουργιών, διαδικασιών και υπηρεσιών (European Commission 2006). Την ανάγκη λοιπόν για μια πιο ευέλικτη μορφή εκπαίδευσης κλήθηκε να καλύψει αρχικά η εξ αποστάσεως επιμόρφωση και ως φυσική απόρροια στη συνέχεια η λεγόμενη ηλεκτρονική μάθηση.

Στον χώρο ειδικότερα της εκπαίδευσης, την ανάγκη για συνεχή επικαιροποίηση γνώσεων και ικανοτήτων δημιουργεί καταρχάς η αλματώδης αύξηση παραγωγής της παιδαγωγικής/επιστημονικής γνώσης. Όπως και σε κάθε άλλο τομέα επιστήμης έτσι και στις Επιστήμες της Αγωγής η γνώση εξελίσσεται και διαχέεται με όλο και ταχύτερους ρυθμούς. Η νέα τεχνολογία που ευθύνεται εν πολλοίς για αυτόν τον πληθωρισμό αποτελεί και το αποτελεσματικότερο μέσο για την πρόσβαση, διαχείριση και τελικά αξιοποίηση αυτού του ωκεανού γνώσεων. Πρέπει λοιπόν ο σύγχρονος εκπαιδευτικός να αποκτήσει καταρχάς γνώσεις και δεξιότητες που θα του επιτρέπουν την αποτελεσματική χρήση των εφαρμογών της, ώστε να είναι σε θέση να παρακολουθεί και τις επιστημονικές εξελίξεις στον επιστημονικό κλάδο που τον ενδιαφέρει. Αυτή η απαίτηση δεν υπονοεί μόνο την ανάγκη για κατοχή τεχνολογικών γνώσεων αλλά ταυτόχρονα ανάπτυξη ικανοτήτων για αναζήτηση, επεξεργασία και αξιοποίηση των γνώσεων που βελτιώνουν και την εκπαιδευτική πράξη του (Μπίκος 2011).

Από τη διαπίστωση της πληθωριστικής πλέον παροχής πληροφορίας και γνώσης απορρέει και η επόμενη απαίτηση από τον ρόλο του σύγχρονου εκπαιδευτικού. Ο σύγχρονος εκπαιδευτικός δεν έχει πλέον νόημα να δίνει έμφαση στην ποσότητα αλλά στην ποιότητα των παρεχόμενων γνώσεων. Εκμεταλλευόμενος σύγχρονες παιδαγωγικές προτάσεις οφείλει να βοηθήσει και τους μαθητές του να ανα¬πτύξουν ικανότητες αναζήτησης πληροφοριών, κριτικής αποτίμησης των προσφερόμενων πληροφοριών και γενικότερες στρατηγικές λήψης απο¬φάσεων και επίλυσης προβλημάτων (Wang 2008). Διότι η δυσκολία δε βρίσκεται πλέον στην πρόσβαση στην πληροφορία αλλά στην κατα¬νόηση της αξιοπιστίας της ή του αληθινού νοήματός της. Βασική αποστολή λοιπόν του σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος είναι να μάθει στον μαθητή να μαθαίνει και παράλληλα να τον εξοπλίσει με την ετοιμότητα να μαθαίνει διά βίου. Είναι βέβαια προφανές ότι την ικανότητα για κριτική αποτίμηση των προσφερόμενων πληροφοριών και την ετοιμότητα για συνεχή ενημέρωση πρέπει να κατακτήσει πρωταρχικά ο εκπαιδευτικός.

Άλλη εξέλιξη, που πιέζει και τον σύγχρονο έλληνα εκπαιδευτικό να εμπλουτίσει τις γνώσεις και να διευρύνει τις ικανότητές του, είναι οι απαιτήσεις που εγείρει το πολυπολιτισμικό περιβάλλον μάθησης. Διότι η ραγδαία και συνεχόμενη είσοδος ανθρώπων από διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια στην αλλαγή της σύνθεσης όχι μόνο της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και της σύνθεσης του μαθητικού δυναμικού των ελληνικών σχολικών μονάδων (Δαμανάκης 2002). Ο λεγόμενος πολιτισμικός πλουραλισμός φαίνεται να δημιουργεί την ανάγκη για την ανάπτυξη και εφαρμογή και στη χώρα μας της προσέγγισης της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης. Μιας εκπαίδευσης, δηλαδή, η οποία επιχειρεί να εμφυσήσει σε όλες τις διαστάσεις του κοινωνικού ιστού αρχές που ανταποκρίνονται στην καθολική ανάγκη για συνύπαρξη σε μια ανεκτική κοινωνία ανάπτυξης, με αξιοποίηση των γλωσσικών και πολιτισμικών κεφαλαίων όλων των πολιτών της (Κεσίδου 2008: 21-24).

Συνθήκες πολιτισμικής ετερότητας, όπως ο διαφορετικός γλωσσικός κώδικας των αλλοδαπών και παλιννοστούντων μαθητών, οι όροι διαβίωσης αλλά και η νοοτροπία ή οι πολιτισμικές συνήθειες αυτών των μαθητών δημιουργούν την ανάγκη προσαρμογών τόσο των αντικειμένων όσο και των μεθόδων της διδασκαλίας. Προκύπτει επομένως η αναγκαιότητα προσφοράς στους υπηρετούντες εκπαιδευτικούς επιμορφωτικών προγραμμάτων, που θα τους ενημερώνουν για το γενικότερο φαινόμενο της μετανάστευσης και θα τους καταρτίζουν σε θέματα και πρακτικές της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης. Η σχετική μάλιστα βιβλιογραφία οριοθετεί το πλαίσιο επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών σε τέτοια θέματα, θέτοντας στον πυρήνα της την ανάπτυξη της λεγόμενης 'διαπολιτισμικής ικανότητας' των εκπαιδευτικών. Προσδοκώμενο από μια τέτοια επιμόρφωση είναι οι επιμορφούμενοι πέρα από τις εξειδικευμένες στο αντικείμενό τους γνώσεις να αναπτύξουν παράλληλα στάσεις, πεποιθήσεις και αξίες που θα τους βοηθούν στην κατανόηση αλλά και αξιοποίηση του «διαφορετικού» (Δαμανάκης 2011: 280-282).

Λειτουργία της εξ αποστάσεως επιμόρφωσης και ανάγκες που καλύπτει

Οι εφαρμογές της εκπαιδευτικής τηλεόρασης αποτέλεσαν τον πρόδρομο και το πεδίο πειραματισμού για τις εφαρμογές της σύγχρονης εκπαίδευσης από απόσταση (Καρακύριος & Κέκκερης 2009), χρησιμεύοντας αρχικά στην ανώτατη εκπαίδευση και στη συνέχεια στη διά βίου εκπαίδευση. Πρωτεργάτης υπήρξε το πολιτειακό κολλέγιο του Σικάγου, το οποίο από τα μέσα του 1950, αξιοποιώντας το δίκτυο τοπικού τηλεοπτικού καναλιού, προσφέρει μαθήματα μέσα από το «Τηλεοπτικό Κολλέγιο». Στην Ευρώπη τις δυνατότητες της εκπαιδευτικής τηλεόρασης εκμεταλλεύτηκε πρώτο το «Ανοικτό Βρετανικό Πανεπιστήμιο». Το μεγάλο πλεονέκτημα αυτής της εφαρμογής έγκειται στο γεγονός ότι οι σπουδαστές δεν είναι υποχρεωμένοι να βρίσκονται σε καθορισμένη χρονική στιγμή σε κάποια αίθουσα διδασκαλίας (Δημητριάδης κ.ά. 2008). Η οικονομία και οι πρακτικές λύσεις που προσφέρει, ώθησε πολλούς φορείς να προσφέρουν και κύκλους μαθημάτων για ενηλίκους στο πλαίσιο της συνεχούς κατάρτισης και επιμόρφωσης.

Οι ρίζες όμως της ανοιχτής και εξ αποστάσεως εκπαίδευσης βρίσκονται ακόμη πιο βαθιά στον χρόνο φτάνοντας τα τέλη του 19ου αιώνα στο μοντέλο της εκπαίδευσης δι' αλληλογραφίας, όπου η αποστολή του έντυπου εκπαιδευτικού υλικού και η επιστροφή των εργασιών των εκπαιδευομένων γίνονταν ταχυδρομικά. Αυτή έδωσε πρώτη τη δυνατότητα στους εκπαιδευομένους να μαθαίνουν στον προσωπικό τους χώρο με τον δικό τους ρυθμό. Στην ίδια λογική στηρίχθηκε και η αξιοποίηση του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, σύμφωνα με την οποία τα μέσα ψυχαγωγίας και επικοινωνίας μπορούσαν να χρησιμεύσουν και για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Έτσι η εξ αποστάσεως εκπαίδευση από τα μέσα του 19ου αιώνα έχει κάνει μέχρι σήμερα σημαντικά βήματα που στηρίχθηκαν στα προσφερόμενα κάθε εποχή τεχνολογικά μέσα εκπαίδευσης. Από την αρχική δι' αλληλογραφίας και με μικρές δυνατότητες αλληλεπίδρασης εκπαίδευση εξελίσσεται στις μέρες μας στη σύγχρονη ψηφιακά υποστηριζόμενη εξ αποστάσεως εκπαίδευση, που εκτός των άλλων αυξάνει θεαματικά και τις δυνατότητες αλληλεπίδρασης των διδασκόντων με τους διδασκόμενους (Keegan 1996).

Για τα πρόσφατα χρόνια θεωρείται η εξάπλωση του διαδικτύου ιδιαίτερα κρίσιμη για τις εκτεταμένες δυνατότητες της συνεχιζόμενης εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Σε αρχικό στάδιο βέβαια αξιοποιήθηκε ως απλή «αποθήκη» εκπαιδευτικού περιεχομένου, όπου κάποιος μπορούσε να αποθηκεύσει το εκπαιδευτικό του υλικό (Taylor 1999). Αργότερα εκτιμήθηκε ότι μπορούσε να λειτουργήσει και ως μέσο διδασκαλίας και να αξιοποιηθεί ως πηγή γνώσης. Ακολούθησε η χρήση εξελιγμένων μορφών επικοινωνίας, με σύγχρονη ή ασύγχρονη αλληλεπίδραση μεταξύ των συμμετεχόντων μέσω εικόνας και βίντεο. Τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα εξελίχθηκαν και εμφανίστηκαν νέες μορφές ηλεκτρονικής μάθησης με αξιοποίηση εξελιγμένου πολυμεσικού υλικού αλλά και εργαλείων ηλεκτρονικής επικοινωνίας, όπως το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, η ανταλλαγή γραπτών μηνυμάτων, οι τηλεσυνδιασκέψεις κ.λπ. Τέλος, εμφανίστηκαν εξελιγμένες εφαρμογές και λογισμικά που έδωσαν τη δυνατότητα πρόσβασης σε τεράστια ποσότητα πληροφοριών και περιεχομένου, έδωσαν επιπλέον τη δυνατότητα για προσθήκη στοιχείων τεχνητής νοημοσύνης για εκτεταμένη χρήση συνεργατικών εργαλείων και γενικότερα για εφαρμογή ολοκληρωμένων συστημάτων υποστήριξης και υλοποίησης εκπαιδευτικών προγραμμάτων (Page 2006).

Η ηλεκτρονική μάθηση και η εφαρμογή της στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση και επιμόρφωση

Η υλοποίηση των όσων αναφέρθηκαν σχετικά με τις εξελίξεις και τις νέες δυνατότητες συνεχιζόμενης και εξ αποστάσεως εκπαίδευσης στηρίχθηκε εν πολλοίς στη νέα δυνατότητα μάθησης που προσφέρουν οι ΤΠΕ και χαρακτηρίζεται ως 'ηλεκτρονική μάθηση'. Πρόκειται για τη μάθηση, η οποία υποστηρίζεται από ΤΠΕ και δεν περιορίζεται μόνο στην απόκτηση δεξιοτήτων για χρήση των τεχνολογιών αυτών. Καλύπτει ένα ευρύ φάσμα εφαρμογών και διαδικασιών και επιτυγχάνει την προσφορά περιεχομένου με χρήση ποικίλων ψηφιακών ή αλληλεπιδραστικών μέσων, διαφόρων ειδών εκπαιδευτικών μεθόδων ή συνδυαστική χρήση τους. Χρησιμοποιείται ως εργαλείο για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση και επιμόρφωση, αλλά μπορεί να υποστηρίζει και την πρόσωπο με πρόσωπο μάθηση (CEDEFOP 2008).

Η ηλεκτρονική μάθηση ως εγχείρημα αποτελεί επανάσταση για την εκπαίδευση. Είναι ένας εναλλακτικός τρόπος μάθησης που δίνει τη δυνατότητα πρόσβασης στο εκπαιδευτικό υλικό 24 ώρες την ημέρα, 7 μέρες την εβδομάδα (συνήθως μέσω του διαδικτύου). Μπορεί να βρει εφαρμογή τόσο στη βασική και τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση όσο και στις περισσότερες εκφάνσεις της εκπαίδευσης ενηλίκων, τη διά βίου μάθηση, τη συνεχιζόμενη επαγγελματική εκπαίδευση, κατάρτιση και επανακατάρτιση. Είναι ένα πρωτοπόρο είδος μαθησιακής δραστηριότητας, στην οποία συμμετέχουν ενήλικοι εργαζόμενοι, με στόχο τη βελτίωση των γνώσεων, των δεξιοτήτων, των ικανοτήτων τους, την αναβάθμιση των επαγγελματικών τους προσόντων, την προσωπική, κοινωνική και οικονομική τους εξέλιξη αλλά και τη δημιουργική αξιοποίηση του χρόνου τους (Holmes & Gardner 2006).

Προάγγελος της ηλεκτρονικής μάθησης ήταν καταρχάς η ανοιχτή και εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Βασικό της χαρακτηριστικό, όπως κάθε εξ αποστάσεως εκπαίδευσης ή επιμόρφωσης, είναι ο φυσικός διαχωρισμός εκπαιδευτή και εκπαιδευόμενου, η χρήση των Νέων Τεχνολογιών, ο διαφορετικός (σύγχρονος ή ασύγχρονος) τρόπος επικοινωνίας μεταξύ των συμμετεχόντων κ.ά. Ο διαχωρισμός του εκπαιδευτή και του εκπαιδευόμενου πραγματοποιείται στον χώρο και πολλές φορές τον χρόνο, κάτι το οποίο έρχεται σε αντίθεση με τις παραδοσιακές μεθόδους εκπαίδευσης και επιμόρφωσης. Αναγκαία κρίνεται και η ύπαρξη ενός τεχνητού μέσου επικοινωνίας για την αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο μερών. Επίσης, στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση χρησιμοποιούνται τόσο έντυπες όσο και ηλεκτρονικές τεχνολογίες (Moore & Kearsley 1996). Ως προς την έννοια της ανοικτής εκπαίδευσης, αυτή αφορά γενικά στην ελευθερία που μπορεί να προσφέρει η ηλεκτρονική μάθηση στον εκπαιδευόμενο ως προς την επιλογή του τι, πότε, και πώς θα μάθει (UNESCO 2002).

Οι ανάγκες που καλύπτει η εξ αποστάσεως και ειδικότερα η ηλεκτρονική μάθηση αφορούν κυρίως στην παροχή διαρκούς επιμόρφωσης στον εργασιακό χώρο σε γεωγραφικά διεσπαρμένο προσωπικό. Προσφέρει δηλαδή κυρίως λύση σε εργαζόμενους που ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές και λόγω απόστασης από επιμορφωτικά κέντρα ή δύσκολων συνθηκών δεν μπορούν τελικά να συμμετάσχουν σε επιμορφωτικές δραστηριότητες (Παπαϊωάννου 2006). Ακόμη συνεισφέρει στην ταυτόχρονη μείωση του κόστους επιμόρφωσης και του χρόνου παροχής της επιμόρφωσης σε πολυάριθμους εργαζόμενους χωρίς δυνατότητα επιμόρφωσης σε αίθουσες (Welsh et al. 2003, Danziger & Grant 2005).

Μορφές ηλεκτρονικής μάθησης

Ως προς τον τρόπο υλοποίησης της ηλεκτρονικής μάθησης παρατηρείται μεγάλη ποικιλομορφία. Διαφοροποιούνται καταρχάς μεταξύ τους οι εκπαιδευόμενοι, αφού έχουν διαμορφωμένα προσωπικά μαθησιακά στυλ, ιδιαίτερες προτιμήσεις και μαθαίνουν διαφορετικά κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες (διάθεση, είδος θεματολογίας κ.λπ.). Ακόμη, παρατηρείται διαφοροποίηση ως προς το εκπαιδευτικό περιεχόμενο. Αυτό βέβαια οφείλεται είτε στο γεγονός ότι τα θέματα των επιμορφωτικών σεμιναρίων ποικίλλουν είτε στο γεγονός ότι κάποιες έννοιες είναι εύκολο να αναπαρασταθούν με τη βοήθεια γραφικών ή εικόνων, ενώ άλλες είναι πιο δύσκολο να περιγραφούν και να παρουσιαστούν με ηλεκτρονικά μέσα. Ταυτόχρονα, διαφοροποιούνται μεταξύ τους και οι τεχνολογικές υποδομές, καθώς οι απαιτήσεις και τα υπολογιστικά μηχανήματα μπορεί να διαφέρουν ακόμη και εντός του ίδιου οργανισμού, έτσι σε κάποιες περιπτώσεις να είναι και αναντίστοιχα σε σχέση με τις απαιτήσεις που θέτει η ηλεκτρονική μάθηση. Τέλος, οι μαθησιακοί στόχοι διαφέρουν, καθώς, ανάλογα με το είδος της επιμόρφωσης, στόχος μπορεί να είναι η αλλαγή μιας συμπεριφοράς ή στάσης, η απλή πληροφόρηση, η υπενθύμιση γνώσεων που ήδη προϋπάρχουν, η προπαρασκευή για άλλα μαθησιακά γεγονότα που πρόκειται να ακολουθήσουν κ.λπ. (Davis 2000).

Έχουν διαμορφωθεί διάφορα μοντέλα και κατηγοριοποιήσεις σχετικά με τη χρήση της ηλεκτρονικής μάθησης για εκπαίδευση ή επιμόρφωση. Ο πιο συχνός και δημοφιλής διαχωρισμός της ηλεκτρονικής μάθησης είναι ανάμεσα στη σύγχρονη και ασύγχρονη μορφή της μεθόδου (Urdan & Weggen 2000) και σχετίζεται με τον τρόπο μεταφοράς του περιεχομένου και τη χρονική επικοινωνία των συμμετεχόντων. Η ασύγχρονη ηλεκτρονική μάθηση παρέχει το ψηφιακό περιεχόμενο με μια κατεύθυνση σε μια στιγμή του χρόνου. Ο εκπαιδευτής έχει τη δυνατότητα να προετοιμάσει το εκπαιδευτικό υλικό και να το αποθηκεύσει σε κάποιο ηλεκτρονικό μέσο. Ο χρήστης μπορεί να πάρει το εκπαιδευτικό υλικό οπουδήποτε και οποτεδήποτε, να μελετά αυτόνομα το ψηφιακό υλικό με τον δικό του ρυθμό και με δική του ευθύνη για τη διαδοχή των ενοτήτων (Καμπουράκης & Λουκής 2006), έχοντας παράλληλα πλήρη δυνατότητα (ασύγχρονης) επικοινωνίας και ανταλλαγής απόψεων με τους άλλους εκπαιδευόμενους ή με τον εκπαιδευτή. Σε αυτή την κατηγορία χρησιμοποιούνται συχνά CD-ROM και DVD, διάφορα οπτικοακουστικά μέσα, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, βίντεο, εφαρμογές επικοινωνίας μεταξύ χρηστών κ.λπ.

Στη σύγχρονη ηλεκτρονική μάθηση όλοι οι εκπαιδευόμενοι παρακολουθούν στον ίδιο χρόνο και με τον ίδιο ρυθμό (Καμπουράκης & Λουκής 2006). Το περιεχόμενο παρέχεται με πολλαπλές κατευθύνσεις σε μια στιγμή του χρόνου και ο κάθε εκπαιδευόμενος συμμετέχει στην εκπαίδευση σε πραγματικό χρόνο. Εργαλεία της σύγχρονης μορφής είναι λογισμικά συζήτησης, τηλεδιασκέψεων, διαμοιρασμός εφαρμογών, χρήση ηλεκτρονικών πινάκων, εικονικές αίθουσες κ.λπ.

Ο καθένας από τους παραπάνω τρόπους φυσικά έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του. Καταρχάς, η ηλεκτρονική μάθηση και η διδασκαλία σε αίθουσα δεν είναι απαραίτητα εναλλακτικές αλλά ίσως συμπληρωματικές λύσεις. Αυτές οι δύο μέθοδοι αλλά και οι διάφορες μορφές της ηλεκτρονικής μάθησης εφαρμόζονται είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό μεταξύ τους. Από τη συνδυαστική αυτή χρήση έχει προκύψει η μικτή/συνδυαστική/υβριδική μάθηση, μια ιδιαίτερη μορφή ευέλικτης μάθησης (Δημητριάδης κ.ά. 2008).

Με τον όρο αυτό γίνεται αναφορά στην ανάμειξη στοιχείων τόσο της παραδοσιακής διά ζώσης διδασκαλίας όσο και της υποβοηθούμενης από τεχνολογικά μέσα διδασκαλίας, τη μίξη δηλαδή δύο βασικών συστατικών, των ψηφιακών τεχνολογιών και της διά ζώσης μεθόδου (Garrison & Kanuka 2004). Η λεγόμενη 'μικτή μάθηση' είναι μια οργανωτική και παιδαγωγική προσέγγιση, η οποία υιοθετεί τη μεθοδολογία της ηλεκτρονικής μάθησης συνδυαζόμενης με στοιχεία της παραδοσιακής πρόσωπο – με – πρόσωπο διδασκαλίας και μάθησης (Dias et al. 2005).

Στη λύση αυτή συμπεριλαμβάνονται διαφορετικές επιλογές, όπως συνεργατικά εργαλεία, διαδικτυακά μαθήματα κ.λπ. αλλά και μάθηση, η οποία αποτελείται από μικτές δραστηριότητες, όπως παρακολούθηση σε αίθουσα, αυτοκαθοδηγούμενη μάθηση, ζωντανή παρουσίαση κ.ά. (Valiathan 2002). Η μικτή μάθηση συνδυάζει τα πλεονεκτήματα της συμβατικής αίθουσας και της εξ αποστάσεως διδασκαλίας. Αφενός χρησιμοποιεί την αίθουσα ως μια οικεία και άνετη μέθοδο, με την οποία οι περισσότεροι χρήστες είναι εξοικειωμένοι και αφετέρου εκμεταλλεύεται όλες τις δυνατότητες που προσφέρουν οι Νέες Τεχνολογίες (Voci & Young 2001).

Γενικά οι τεχνολογίες της ηλεκτρονικής μάθησης και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται έχουν εξελιχθεί στην πορεία του χρόνου με ραγδαίους ρυθμούς, παρέχοντας απεριόριστες δυνατότητες σε όσους θέλουν να τις χρησιμοποιήσουν. Σήμερα η ηλεκτρονική μάθηση βασίζεται κυρίως σε χρήση πολυμέσων, δηλαδή κειμένου, γραφικών κ.λπ., τεχνολογίες ενσύρματων δικτύων και διαδικτύου, που σημαίνει ότι ο διαμοιρασμός, η αναζήτηση, η ανάκτηση, η αποθήκευση και η επικαιροποίηση τόσο των πληροφοριών όσο και του εκπαιδευτικού περιεχομένου μπορεί να γίνεται άμεσα (Rosenberg 2001). Πέρα από τα παραπάνω επεκτείνεται σταδιακά και η χρήση ασύρματων πλέον τεχνολογιών, όπως και τεχνολογιών κινητής τηλεφωνίας.

Τη συγκεκριμένη μορφή επιμόρφωσης εμπλουτίζουν σύγχρονα συνεργατικά εργαλεία, εργαλεία ασύγχρονης και σύγχρονης επικοινωνίας, εργαλεία αξιολόγησης των δεξιοτήτων των συμμετεχόντων κ.ά. Με την επεκτεινόμενη χρήση μάλιστα των 'συστημάτων διαχείρισης περιεχομένου', 'συστημάτων διαχείρισης μάθησης' και 'συστημάτων διαχείρισης περιεχομένου μάθησης' αυτοματοποιείται η συγγραφή και διαχείριση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, ο τρόπος διανομής του εκπαιδευτικού υλικού αλλά και η παρακολούθηση και καταγραφή της προόδου των εκπαιδευομένων (ACSA 2008).

Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της ηλεκτρονικής μάθησης

Τα βασικά πλεονεκτήματα της ηλεκτρονικής μάθησης σχετίζονται με την ευελιξία παρακολούθησης που προσφέρει στους χρήστες ως προς τον χώρο και τον χρόνο. Το εκπαιδευτικό υλικό εμπλουτίζεται με ήχο, εικόνα, βίντεο, προσομοιώσεις κ.λπ., ξεπερνώντας την κειμενική συνήθως μορφή της παραδοσιακής μάθησης, ενώ μπορεί να επικαιροποιείται άμεσα. Η λειτουργία της συγκεκριμένης μεθόδου βασίζεται ακόμη στη χρήση υπάρχοντος πληροφοριακού εξοπλισμού και διαδεδομένων πρωτοκόλλων επικοινωνίας, καθώς και στο γεγονός ότι μπορεί να λειτουργεί σε διαφορετικά λειτουργικά συστήματα και πλατφόρμες, με ελάχιστες ίσως τροποποιήσεις (Καρατάσιος & Μιχαηλίδης 2009).

Ακόμη, μέσω αυτής μειώνεται καταρχάς το κόστος συγγραφής, παραγωγής, αναπαραγωγής και αποστολής των έντυπων εγχειριδίων και σημειώσεων, ενώ σχεδόν απαλείφονται τα έξοδα των μετακινήσεων των εκπαιδευτών και εκπαιδευομένων, τα έξοδα για τις απαιτούμενες υποδομές (π.χ. για ενοικιάσεις αιθουσών) (Rosenberg 2001), ενώ συχνά μειώνονται και τα έξοδα για τις αμοιβές των εκπαιδευτών. Ακόμη, η ηλεκτρονική μάθηση προσφέρει περισσότερες δυνατότητες στον χρήστη, προκειμένου να γίνει ενεργητικός, αυτόνομος και αυτορρυθμιζόμενος εκπαιδευόμενος (Liaw et al. 2007). Του παρέχει δηλαδή τη δυνατότητα να εμπλακεί ενεργά στη μαθησιακή διαδικασία μέσα από διαδικασίες ανακάλυψης, δράσης, ενεργοποίησης, έτσι ώστε να μην είναι απλά ένας παθητικός δέκτης γνώσεων (Driscoll 2002). Μπορεί ταυτόχρονα να προσαρμόζεται σε διαφορετικά προσωπικά μαθησιακά στυλ, ιδιαιτερότητες και προτιμήσεις (Zhang & Nunamaker 2003). Τέλος, ως μέθοδος έχει τη δυνατότητα να προωθεί τη συνεργατική μάθηση (σύγχρονα ή ασύγχρονα), την αλληλεπίδραση, την κοινή χρήση πληροφοριών και την επικοινωνία, με ποικιλία στους τρόπους αλληλεπίδρασης μεταξύ εκπαιδευτή και εκπαιδευομένων (Δημητριάδης κ.ά. 2008). Βασικό είναι και το γεγονός ότι διευκολύνει άτομα με ειδικές ανάγκες και εξαλείφει διαφορές ανάμεσα σε επιμορφούμενους κοινωνικά ή οικονομικά ισχυρούς ή αδύνατους, υγιείς ή ασθενείς.

Παρά την ύπαρξη των προαναφερθέντων θετικών στοιχείων, δεν παύουν να υφίστανται και σημαντικά μειονεκτήματα. Ενώ πολλές φορές η εν λόγω μέθοδος θεωρείται ως μια οικονομικά αποδοτική λύση, προκαλεί συχνά προβληματισμό το γεγονός ότι θεωρείται πιο δαπανηρή σε σχέση με τις παραδοσιακές λύσεις επιμόρφωσης, ειδικά κατά την προετοιμασία και κατά τα αρχικά στάδια υλοποίησης. Τις σημαντικότερες ίσως ανησυχίες εγείρει όμως το πρόβλημα του περιεχομένου. Καταρχάς, παρατηρείται έλλειψη του απαραίτητου εκπαιδευτικού περιεχομένου (Murray 2001), καθώς οι χρήστες είτε δεν μπορούν να βρουν εκπαιδευτικά πακέτα με το κατάλληλο περιεχόμενο στην αγορά είτε, αν τα βρουν, συνειδητοποιούν ότι είναι κατασκευασμένα σύμφωνα με παραδοσιακές μεθόδους, οπότε είναι αβέβαιο αν και κατά πόσον είναι κατάλληλα για ηλεκτρονική μάθηση. Άλλα πάλι προγράμματα δεν επιτρέπουν την αλληλεπίδραση εκπαιδευομένου και εκπαιδευτικού υλικού, παρά επιβάλλουν στον εκπαιδευόμενο μια παθητική παρακολούθηση κάποιας συχνά αδόμητης παρουσίασης υλικού (Zhang et al. 2004).

Εμπόδιο μπορεί να αποτελεί ακόμη και η γλώσσα του εργαλείου (π.χ. διαθεσιμότητα μόνο στα αγγλικά) ή το αντικείμενο στο οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Ειδικά η μετάφραση του υλικού σε διαφορετικές γλώσσες είναι δύσκολη από τεχνική άποψη, ενώ ενέχει και σημαντικές παγίδες πολιτισμικού περιεχομένου (Attwell 2003). Σε αρκετές ακόμη περιπτώσεις η ηλεκτρονική μάθηση αξιολογείται ως απρόσωπη και ψυχρή, καθώς μειώνεται αισθητά η προσωπική επικοινωνία και επαφή μεταξύ των συμμετεχόντων και παρεμβάλλονται ψηφιακά μέσα που αλλοιώνουν ή καταργούν τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης (Davis 2000).
Συνοψίζοντας, θα έπρεπε βέβαια να αναφερθεί ότι δεν έχει νόημα να συγκρίνει κανείς ποια από τις δύο μεθόδους, η παραδοσιακή πρόσωπο με πρόσωπο/διά ζώσης ή η ηλεκτρονική εξ αποστάσεως διδασκαλία, είναι καλύτερη. Ίσως σημαντικότερο είναι το ερώτημα, αν κάποια από τις δύο εμπερικλείει είτε κινδύνους είτε περιορισμούς, όπως και αν τελικά αναβαθμίζεται ο ρόλος του εκπαιδευτικού τόσο ως εκπαιδευτή όσο και ως εκπαιδευόμενου. Η γενική διαπίστωση είναι ότι δεν παρατηρούνται σημαντικές διαφορές σε σχέση με τον ρόλο του εκπαιδευτικού είτε με τη μία είτε με την άλλη μέθοδο. Οι όποιες διαφορές εξηγούνται κυρίως με τον βαθμό εμπλοκής ή αφοσίωσης του εκπαιδευτικού αλλά και με το υποστηρικτικό περιβάλλον που προσφέρει ο εκπαιδευτικός οργανισμός κατά τον σχεδιασμό των μαθησιακών διαδικασιών (Diaz & Entonado 2009).

Η ηλεκτρονική μάθηση είναι ωστόσο, μια πολλά υποσχόμενη μέθοδος που προσφέρει νέες ευκαιρίες για συνεχή κατάρτιση και για επαγγελματική ανάπτυξη. Οι εφαρμογές είναι πλέον ποικίλες: μπορεί να αναφέρονται στην ενδοϋπηρεσιακή επιμόρφωση εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας, στην εκπαίδευση εκπαιδευτών ηλεκτρονικής μάθησης, ακόμη και στην εκπαίδευση καθηγητών τριτοβάθμιας για την αξιοποίηση των ΤΠΕ στην πανεπιστημιακή τους διδασκαλία (Dias et al. 2005).

Υποστηρίζεται ότι ειδικότερα η ηλεκτρονική ενδοϋπηρεσιακή επιμόρφωση πρέπει πλέον να αντιμετωπίζεται ως μία εξειδικευμένη περιοχή της εκπαίδευσης ενηλίκων. Οφείλει ειδικότερα να αξιοποιήσει τις εμπειρίες από την εκπαίδευση ενηλίκων και να σχεδιάσει ενδοϋπηρεσιακές επιμορφωτικές προσεγγίσεις που θα υποστηρίζουν τη συνεργατική μάθηση, αλλά και θα προάγουν την ανάπτυξη εικονικών κοινοτήτων μάθησης (Dias et al. 2005).

Με την πάροδο του χρόνου παγιώνεται η πεποίθηση ότι οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών έχουν τη δυνατότητα να κάνουν πιο αποτελεσματική τη διαδικασία της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών και έτσι να υποστηρίξουν την επαγγελματική τους ανάπτυξη. Άλλωστε, η επαναλαμβανόμενη χρήση ηλεκτρονικής πλατφόρμας με τα κατάλληλα λογισμικά μπορεί να βοηθήσει τους εκπαιδευτικούς να αναπτύξουν ικανότητες και έξεις, χρήσιμες για τη διά βίου μάθησή τους (Stefanov et al. 2007).

Για κάποιους μάλιστα μελετητές του φαινομένου, αυτό που δίνει τη μεγαλύτερη αξία στην ηλεκτρονική μάθηση είναι η δυνατότητα που δίνει για επικοινωνία και επαφή μεταξύ ανθρώπων και όχι τόσο η δυνατότητα του ανθρώπου να έχει πρόσβαση σε κάποιο περιεχόμενο μάθησης ή σε πληροφορίες (Stefanov et al. 2007).

Απαιτήσεις/προϋποθέσεις για την αποτελεσματική εφαρμογή της ηλεκτρονικής/εξ αποστάσεως επιμόρφωσης

Απαιτήσεις από τον επιμορφωτή

Καταρχάς οι απαιτήσεις σχετικά με τις ικανότητες και δεξιότητες των επιμορφωτών συμπίπτουν στη μεγαλύτερη έκταση με αυτές που εγείρονται για κάθε δραστηριοποιούμενο ως εκπαιδευτή ενηλίκων και ειδικότερα εκπαιδευτικών. Παρουσιάζουν όμως και κάποιες ιδιαιτερότητες που σχετίζονται με τη φύση και τις δυνατότητες της ηλεκτρονικής μάθησης (Sharma & Juwah 2006).

Ο εκπαιδευτής πρέπει να γνωρίζει πώς να ενσωματώνει ψηφιακά μέσα διδασκαλίας, όπως για παράδειγμα ένα πρόγραμμα παρουσίασης, προκειμένου να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα της επιμόρφωσης. Πρέπει επίσης να γνωρίζει στρατηγικές ηλεκτρονικής επικοινωνίας, όπως η αποστολή ομαδικών μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή η δημιουργία ομάδων συζήτησης, ώστε να συμβάλλει στο διάλογο και την αλληλεπίδραση μεταξύ των συμμετεχόντων. Οφείλει παραπέρα να γνωρίζει πώς να χρησιμοποιεί εφαρμογές υπολογιστών και στρατηγικές επικοινωνίας που προωθούν τη μεταφορά της μάθησης και την ανάπτυξη ικανοτήτων από τους επιμορφούμενους.

Πρέπει να γνωρίζει το εύρος και το είδος γνώσεων και ικανοτήτων που μπορούν να κατακτηθούν μέσα από αυτόνομα οργανωμένη μάθηση και ειδικότερα μέσα από την αυτόνομη ηλεκτρονική μάθηση. Έτσι, θα είναι σε θέση να βοηθά αποτελεσματικότερα τους εκπαιδευόμενους να αξιοποιούν τις δυνατότητες για αυτόνομη μάθηση με τα ψηφιακά μέσα. Πρέπει, επίσης, να είναι σε θέση να συνδυάζει τον τεχνολογικό εξοπλισμό με τα κατάλληλα λογισμικά και το εξειδικευμένο υλικό του εκπαιδευτικού οργανισμού που αναθέτει την επιμόρφωση. Είναι, επίσης, ιδιαίτερα βοηθητικό αν είναι σε θέση να επιλύει προβλήματα τεχνικής φύσης, έστω ήπιας μορφής, ώστε να μη χρειάζεται πάντα η παρέμβαση τεχνικού και να μη διακόπτεται η ροή των επιμορφωτικών δραστηριοτήτων. Ακόμη πιο απαιτητική είναι βέβαια και η προσδοκία προετοιμασίας και εναλλακτικών σχεδίων για την περίπτωση που κάποιο τεχνικό πρόβλημα δεν μπορεί να παραμεριστεί. Πρέπει, τέλος, να του είναι συνειδητές γενικότερα οι δυνατότητες αλλά και οι περιορισμοί της ηλεκτρονικής εξ αποστάσεως επιμόρφωσης (NARCCW 2002).

Συνήθως η ηλεκτρονική εξ αποστάσεως επιμόρφωση φαίνεται να απαιτεί κάπως μεγαλύτερη εμπλοκή του επιμορφωτή απ' ό, τι η συμβατική μέθοδος επιμόρφωσης. Οι υποστηρικτικές ενέργειες, προκειμένου να εμπλακούν αλλά και να ανατροφοδοτηθούν όλοι οι συμμετέχοντες αποτελεσματικά, απαιτούν μεγαλύτερη επένδυση χρόνου από την πλευρά του επιμορφωτή, τουλάχιστον κατά την αρχική φάση σχεδίασης και υλοποίησης (Dias et al. 2005). Άλλωστε υποχρεώνεται, εκτός από τον χρόνο για τη διενέργεια του μαθήματος, να αφιερώνει και επιπλέον χρόνο για την αρτιότερη προετοιμασία του, για τη δημιουργία και συντήρηση του ψηφιακού υλικού, καθώς και για την ασύγχρονη επικοινωνία με τους εκπαιδευόμενους με συμμετοχή σε συζητήσεις ή απαντήσεις σε ηλεκτρονικά μηνύματα (Holmes & Gardner 2006).

Ως αντιστάθμισμα όμως προς την επιπλέον επιβάρυνση του επιμορφωτή κατά τα αρχικά στάδια της εφαρμογής μπορεί να χρησιμεύσει κάτι που αναφέρθηκε παραπάνω. Διατίθενται όλο και περισσότερα ψηφιακά συστήματα για τη διαχείριση της ηλεκτρονικής μάθησης, τα οποία αυτοματοποιούν κάποιες διαδικασίες είτε για την προετοιμασία είτε για την υλοποίηση είτε, τέλος, για την αξιολόγηση/ανατροφοδότηση της επιμορφωτικής διαδικασίας. Έτσι τα ίδια τα ηλεκτρονικά συστήματα προσφέρουν και λύσεις για την ελάφρυνση του φόρτου εργασίας.

Απαιτήσεις από τον εκπαιδευόμενο

Το βασικό ζητούμενο για την επιτυχή συμμετοχή στην ηλεκτρονική μάθηση είναι ένα επίπεδο ψηφιακού γραμματισμού, που βέβαια δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικό και αναφέρεται στη δυνατότητα διεκπεραίωσης εργασιών της καθημερινότητας στο σύγχρονο ψηφιακά εμπλουτισμένο περιβάλλον. Έρευνες έχουν δείξει ότι κάποια χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων όπως η ηλικία, το φύλο και το επίπεδο εκπαίδευσης, η αίσθηση της αυτοαποτελεσματικότητας στη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών, όπως και η στάση απέναντι στη χρήση των Νέων Τεχνολογιών μπορεί να σχετίζονται με την επιτυχή ολοκλήρωση προγραμμάτων ηλεκτρονικής μάθησης (Ζγούβα 2013). Επιπλέον, είναι κατανοητό ότι πιθανή εμπειρία από τέτοιου είδους προγράμματα, όπως και αυξημένα κίνητρα για μάθηση, και μάλιστα αυτόνομα οργανωμένη, αυξάνουν περισσότερο την πιθανότητα για αποτελεσματική αξιοποίηση της ηλεκτρονικής μάθησης (Smart & Cappel 2006). Τελικά, μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι κάθε σύγχρονος εκπαιδευτικός είναι πλέον αναμενόμενο να μπορεί να αξιοποιήσει αυτή τη νέα δυνατότητα εξ αποστάσεως επιμόρφωσης (Καρατάσιος & Μιχαηλίδης 2009).

Απαιτήσεις από τον εξοπλισμό

Ανάλογα με τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για τη μετάδοση του εκπαιδευτικού περιεχομένου επιλέγεται και η τεχνολογία που κατά περίπτωση είναι η κατάλληλη. Τα συνήθη εκπαιδευτικά μέσα που αξιοποιούνται είναι ηλεκτρονικά βιβλία, CD-ROM, εκπαιδευτικές πλατφόρμες που υποστηρίζουν πολυμεσικές εφαρμογές κ.λπ. Οι εν λόγω πλατφόρμες ή εκπαιδευτικές εφαρμογές αξιοποιούν τις υπάρχουσες δικτυακές υποδομές, οι οποίες υποστηρίζονται συνήθως από λογισμικά, τα οποία είναι πλέον οικεία και προσιτά σε κάθε χρήστη (Mungania 2004). Η κατοχή οικιακού υπολογιστή εξοπλισμένου με τα σύγχρονα προγράμματα εφαρμογών, ενός σετ ακουστικών και μικροφώνου και η σύνδεση στο διαδίκτυο με αποδεκτές ταχύτητες (π.χ. από 2 Mbps και άνω) αποτελούν επαρκείς τεχνικές προϋποθέσεις για τη συμμετοχή σε προγράμματα ηλεκτρονικής μάθησης. Είναι βέβαια σαφές ότι τεχνολογικά προβλήματα ή αστοχίες μπορεί να δυσχεράνουν την ηλεκτρονική μάθηση και ειδικότερα τον ρόλο του εκπαιδευτή. Ερευνητικά στοιχεία καταδεικνύουν για παράδειγμα ότι την ηλεκτρονική μάθηση μπορεί να δυσχεράνει η κακή ανατροφοδότηση, η οποία μπορεί να προέρχεται είτε από λανθασμένη επικοινωνία με τον εκπαιδευτή ή άλλους εκπαιδευόμενους είτε από κακό σχεδιασμό του προγράμματος (Muilenburg & Berge 2005).

Απαιτήσεις από το επιμορφωτικό υλικό

Το εκπαιδευτικό υλικό προκαλεί ίσως τους περισσότερους προβληματισμούς εξ αιτίας και του γεγονότος ότι η ηλεκτρονική μάθηση διατείνεται ότι συντελεί σε κάποια «αυτοματοποίηση» της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Άλλωστε, συχνά στην ηλεκτρονική μάθηση ο εκπαιδευτής δεν αποτελεί τη μοναδική πηγή μάθησης, αλλά οι εκπαιδευτικές ενότητες σχεδιάζονται από ομάδες επιμορφωτών σε συνεργασία με επιστήμονες που ασχολούνται με την πληροφορική, τα πολυμέσα κ.ά, Η συλλογική εργασία ανάπτυξης του υλικού έχει ως μια πρώτη συνέπεια να μην κυριαρχεί το προσωπικό στυλ διδασκαλίας, η νοοτροπία, η αυθεντία ενός μοναδικού επιμορφωτή. Έτσι συνήθως προκύπτουν τα λεγόμενα «έτοιμα πακέτα», τα οποία βέβαια οφείλουν να είναι περιεκτικά και ευέλικτα όσον αφορά στο περιεχόμενο, τη μέθοδο εκπαίδευσης και τους πιθανούς αποδέκτες της (Wong 2007: 57-58). Ο σημαντικότερος προβληματισμός όμως από παιδαγωγική σκοπιά αφορά στη διδακτική προσέγγιση ή τη μέθοδο διδασκαλίας και μάθησης. Ειδικότερα, αν και κατά πόσον η παραγωγή του υλικού στηρίζεται στις σύγχρονες θεωρίες μάθησης, όπως και αν είναι συνειδητό στους κατασκευαστές του ποιο είδος μάθησης υποστηρίζουν ή προκαλούν με το συγκεκριμένο υλικό και τη συγκεκριμένη μέθοδο (Μπίκος 2003: 233).

Υπήρξαν περιπτώσεις εφαρμογών που διαπιστώθηκε ότι η ηλεκτρονική/εξ αποστάσεως διδασκαλία ήταν περιοριστική και αναποτελεσματική, καθώς οι υπεύθυνοι σχεδιασμού αντέγραφαν την πρόσωπο με πρόσωπο διδασκαλία, δηλαδή επαναλάμβαναν με μηχανιστικό τρόπο τη δομή ενός παραδοσιακού μαθήματος (Καψάλης & Παπασταμάτης 2002: 80). Τέλος, η εν λόγω μέθοδος επιμόρφωσης απαξιώθηκε σε κάποιες περιπτώσεις λόγω της χαμηλής ποιότητας, του υπερβολικού όγκου πληροφοριών του επιμορφωτικού υλικού ή της ακαταλληλότητάς του για όλες τις κατηγορίες των εκπαιδευομένων (Wong 2007: 57-58). Τέτοιες αστοχίες οφείλονται και στο γεγονός ότι η επιμόρφωση συχνά αντιπροσωπεύει τις ανάγκες του μέσου όρου των συμμετεχόντων και αποτυγχάνει στο να ικανοποιήσει τις ιδιαίτερες ανάγκες που έχει προσωπικά ο κάθε εκπαιδευόμενος.

Απαιτήσεις από το εργασιακό περιβάλλον

Είναι πολύ σημαντικό το εργασιακό περιβάλλον να είναι έτοιμο να υποστηρίξει την ολοκλήρωση μιας επιμορφωτικής προσπάθειας, προσφέροντας ακόμη και τις πιο απλές παροχές, όπως μια σύνδεση στο διαδίκτυο, πρόσβαση σε υποδομές όπως π.χ. βιβλιοθήκη, έντυπο υλικό κ.λπ., δείχνοντας έτσι ότι πιστεύει και υποστηρίζει μια φιλοσοφία για συνεχή ενδοϋπηρεσιακή επιμόρφωση και επαγγελματική ανάπτυξη του προσωπικού (Moshinskie 2002: 221-222). Το ίδιο ισχύει και για τη διαμόρφωση μιας κατάλληλης στρατηγικής, ώστε να αποφευχθεί η αντίσταση των εκπαιδευομένων στη συμμετοχή στη νέα μορφή επιμόρφωσης, κυρίως από εκείνους που είναι εξοικειωμένοι με παραδοσιακές μεθόδους μάθησης. Συχνά η αντίσταση οφείλεται βέβαια και σε προβληματική στρατηγική που ακολουθείται τόσο για τις σχετικές προκηρύξεις όσο και για τον τρόπο ή τους όρους υλοποίησης της ηλεκτρονικής μάθησης. Πάντως σε οργανωτικό επίπεδο είναι απαραίτητο να υπάρχει επαρκής πληροφόρηση γύρω από την υλοποίηση της ηλεκτρονικής μάθησης (Simmons 2003), κατάλληλο τεχνικό και επιμορφωτικό προσωπικό αλλά και παροχή κινήτρων προς τους εκπαιδευόμενους (ACSA 2008: 3 κ.ε.). Τέλος, δεν πρέπει να παραλειφθεί να αναφερθεί ότι η διαθεσιμότητα των προγραμμάτων, η ελεύθερη πρόσβαση σε αυτά, οι διαδικασίες υλοποίησης, όπως π.χ. η διαδικασία εγγραφής, η επικοινωνία με τις διαχειριστικές αρχές, η διανομή υλικού, όπως και η παροχή πιστοποιήσεων αποτελούν ζητήματα που πρέπει να απασχολούν σοβαρά τους διαχειριστές τέτοιων προγραμμάτων (Mungania 2004: 267 κ.ε.).