Κατά τη γνώμη μου, αυτό που πρωταρχικά θα έπρεπε να μας απασχολήσει είναι το κοινωνικό - σχολικό περιβάλλον στο οποίο καλείται να ενταχθεί ένα τέτοιο παιδί. Αν πρόκειται για σχολική μονάδα η οποία κατά πλειοψηφία λειτουργεί με αλλοδαπούς και παλιννοστούντες, τότε ο νέος μαθητής θα νιώσει κοινωνιοσχολικά αποδεκτός και θα ενθαρρυνθεί στο νέο του ξεκίνημα. Α ντιθέτως, εάν εντάσσεται σε ένα γηγενές "ελληνικό" σχολικό περιβάλλον, τότε ίσως χρειάζεται πρόσθετη ενθάρρυνση από τον εκπαιδευτικό, καθώς το παιδί αυτό θα έρθει αντιμέτωπο με κατεστημένες συμπεριφορές περιθωριοποίησης, μιας μερίδας συμμαθητών του. Όλοι μας οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος της προσπάθειας που καταβάλλεται από τα αλλοδαπά παιδιά,καθώς πέραν του γλωσσικού ζητήματος, καλούνται να αντιμετωπίσουν ένα νέο κοινωνικό , φιλικό και πολιτισμικό πλαίσιο. Έπειτα, απαιτείται η κατάρτιση του εκπαιδευτικού που θα κληθεί να βοηθήσει έναν τέτοιο μαθητή. Αξίζει να σημειωθεί πως γίνεται λόγος για τον εκπαιδευτικό, αφού αυτός δυστυχώς θα προσαρμόσει τα διδακτικά του εγχειρίδια στις ανάγκες του παιδιού. Απ' όσο γνωρίζω, τα αναλυτικά προγράμματα για τη διδασκαλία τέτοιων παιδιών δεν προβλέπουν διαφορετική μεθοδολογία και διδακτέα ύλη, από την ευρέως διδασκόμενη, κατάλληλη κι εξατομικευμένη κατά περίπτωση κατηγορίας μαθητών. Οπότε, ο εκπαιδευτικός χρειάζεται να εντοπίσει την ανάγκη του παιδιού και ενεργοποιώντας την ευρηματικότητά του να γίνει αποδοτικός γι' αυτόν τον μαθητή. Θεωρώ πως, από τη στιγμή που τα σχολεία μας είναι πολυσυλλεκτικά, καλό θα ήταν να δημιουργούνταν τα κατάλληλα σχολικά εγχειρίδια ώστε να διευκολύνονται στη διδκτική διαδικασία, τόσο οι μαθητές, όσο και οι επαιδευτικοί. Για παράδειγμα, δεν είναι δυνατόν ένας αλλοδαπός μαθητής της β΄ δημοτικού να ακούει για ρήματα και ουσιαστικά, όταν καλά καλά δε γνωρίζει λέξεις που να ανταποκρίνονται στις έννοιες αυτές και δεν είναι σε θέση να προβεί σε σημασιολογική αντιστοιχία.